Μαρξισμός και Ψυχανάλυση - η συμβολή του Βίλχελμ Ράιχ

Ο Wilhelm Reich (1897-1957) ήταν μαρξιστής και ψυχαναλυτής. Τα γραπτά του αποτελούν ανεκτίμητες πηγές για την κατανόηση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στο Μαρξισμό και την Ψυχανάλυση. Δυστυχώς λόγω της πολιτικής και της επιστημονικής του απομόνωσης και του εκφυλισμού των ιδεών του κατά τη δεύτερη περίοδο του έργου του, συσκοτίστηκε μια ολόκληρη σειρά από σπουδαίες εργασίες του, οι οποίες είναι απαραίτητο να μελετηθούν ώστε να κατανοήσει κανείς πλήρως την Ψυχανάλυση, τις σύγχρονές της αντιφάσεις και τη σημερινή ταξική της τοποθέτηση. Για να προσεγγίσουμε λοιπόν αυτό το ζήτημα είναι ουσιαστικό να διακρίνουμε ξεκάθαρα τις δύο περιόδους του έργου του (από το 1919 μέχρι το 1938 και από το 1938 μέχρι το 1957) και να επικεντρωθούμε στην πρώτη. 

Ο Reich ήδη από το 1920 υπήρξε ενεργό μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρίας (IPS), η οποία είχε ιδρυθεί από τον Freud και αρχικά είχε γίνει αποδεκτός από το ευρύ κοινό ως ο πλέον ενθουσιώδης και χαρισματικός από όλους τους μαθητές του. Όπως έχει γραφτεί, ο ίδιος ο Freud τον θεωρούσε τον «αγαπημένο του γιο» και αλληλογραφούσε μαζί του αναλύοντας θεωρητικά ζητήματα, από το 1924 ως το 1930. Περίπου την ίδια περίοδο ο Reich εκδήλωσε έντονο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα δικαιώματα των γυναικών και των νέων, για τη σύνδεση της εκπαιδευτικής με την πολιτική αλλαγή και αντιτάχθηκε στη θρησκεία. Το 1928 έγινε μέλος του Αυστριακού Κομμουνιστικού Κόμματος. 

To 1929 ο Reich δημοσίευσε το κείμενό του «Διαλεκτικός Υλισμός και Ψυχανάλυση» ταυτόχρονα στο Unter dem Banner des Marxismus (το θεωρητικό περιοδικό του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος) και στο ρώσικο αντίστοιχό του, Pod Znameniem Marxisma. Σ’ αυτό το κείμενο, αναπτύσσει μια θεωρία με σκοπό να συνδέσει και να εναρμονίσει σε μία ενιαία αντίληψη, το ιστορικό και κοινωνικό όραμα του μαρξισμού με τις πρωτοποριακές ψυχαναλυτικές έννοιες σχετικά με τον ατομικό νου. Σε αυτό εμφανίστηκε να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις νέες ιδέες στους τομείς της ψυχολογίας, της ιστορίας και του πολιτισμού που με τη ρωσική επανάσταση του 1917 εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη. 

Είναι σημαντικό να τοποθετήσουμε τη συζήτηση στο χώρο και στο χρόνο που εξελίχθηκε, δηλαδή στην Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 20. Το 1929 η ψυχρότητα της σχέσης του Reich με τον Freud είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ορατή καθώς ήδη οι αρκετά συντηρητικοί αστοί ψυχαναλυτές της Βιέννης αντιμετώπιζαν με καχυποψία το πολιτικό του πάθος. Η ρήξη με τον σταλινισμό ήταν επίσης στον ορίζοντα καθώς η κυρίαρχη σοβιετική ιδεολογία απέκλειε κάθε πιθανότητα συνάντησης του Διαλεκτικού Υλισμού με την Ψυχανάλυση. Το «Διαλεκτικός Υλισμός και Ψυχανάλυση» ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια του Reich να απαντήσει σε μερικούς από τους επικριτές του (τόσο τους ψυχαναλυτές όσο και τους «μαρξιστές»). Έτσι, το 1929 ο Reich περπατάει σε δυο τεντωμένα σχοινιά. Χρησιμοποιεί τον Freud για να επιχειρηματολογήσει εναντίον του Freud και τους φροϋδικούς - και τον Μαρξ για να επιχειρηματολογήσει εναντίον των «μαρξιστών». Πρόκειται για ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα. 

Tόσο η Ψυχανάλυση όσο και ο Μαρξισμός αντιμετωπίζονται στο κείμενο του ως «επιστήμες» (η Ψυχανάλυση ως επιστήμη των ψυχολογικών φαινομένων και ο Μαρξισμός ως επιστήμη των κοινωνικών φαινομένων). Ο Reich αντικρούει σθεναρά το επιχείρημα ότι η Ψυχανάλυση είναι ιδεαλιστική. Στην κατηγορία που της χρεώνεται, ότι αναδύθηκε «κατά τη διάρκεια της παρακμής της σάπιας αστικής τάξης» αντιτάσσει το ότι και η ίδια η μαρξιστική κοινωνική ιδεολογία έκανε κι αυτή την εμφάνισή της κατά την περίοδο της αποσύνθεσης της αστικής κοινωνίας. Απορρίπτει έτσι, όσους απερίφραστα επιτίθενται σε όλη τη γνώση ως «αστική γνώση». Όπως επισημαίνει: 
«Ο πολιτισμός δεν είναι ένα σύνολο ομοιόμορφο... η απαρχή μιας νέας κοινωνικής τάξης φυτρώνει στη μήτρα της παλιάς ... σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όσα δημιουργήθηκαν σε μια αστική περίοδο είναι μικρής αξίας για την κοινωνία του μέλλοντος»  
Επιτίθεται στον μηχανιστικό υλισμό όσων (πχ οι γάλλοι υλιστές 18ου αι.) υποστηρίζουν ότι τα ψυχολογικά φαινόμενα δεν υπάρχουν καθαυτά γιατί «μόνο τα αντικειμενικά φαινόμενα μπορούν να μετρηθούν και να θεωρηθούν αληθινά, και όχι τα υποκειμενικά». Για τον Reich αυτό δεν είναι παρά μια κατανοητή αλλά ωστόσο ακραία διαστρεβλωμένη αντίδραση στον πλατωνικό ιδεαλισμό. Η ψυχολογική δραστηριότητα όπως πολύ σωστά ισχυρίζεται, έχει μια υλική πραγματικότητα και αποτελεί μια κινητήρια δύναμη στην κοινωνία που μόνο οι πιο κοντόφθαλμοι θα την αρνούνταν. 

Όπως τονίζει, δεν έχουμε λόγο να αρνούμαστε το ότι Ψυχανάλυση θα πρέπει να έχει μια υλιστική βάση. Ο Reich έχει το θάρρος να εμπλέξει τις φροϋδικές έννοιες με την πραγματικότητα της ταξικής κοινωνίας γύρω τους. «Η αρχή της πραγματικότητας όπως υπάρχει σήμερα», γράφει, «είναι μια αρχή της σύγχρονης κοινωνίας». Η προσαρμογή στην πραγματικότητα αυτή είναι μια συντηρητική απαίτηση. «Η αρχή της πραγματικότητας της καπιταλιστικής εποχής επιβάλλει στο προλεταριάτο ένα μέγιστο όριο αναγκών, επικαλούμενη θρησκευτικού τύπου αξίες, όπως η σεμνότητα και η ταπεινότητα... η κυρίαρχη τάξη προβάλλει μια αρχή πραγματικότητας που χρησιμεύει στη διατήρηση της κυριαρχίας της. Αν ο προλετάριος τη δεχθεί σαν αξίωμα - αν παρουσιάζεται σε αυτόν ως απολύτως έγκυρη, π.χ. στο όνομα του πολιτισμού, είναι σαν να υπογράφει ότι δέχεται την εκμετάλλευσή του και την καπιταλιστική κοινωνία». Ο Reich υποβάλλει και άλλες φροϋδικές έννοιες στο ίδιο είδος ιστορικής και κοινωνιολογικής κριτικής, επιδιώκοντας παράλληλα να διατηρήσει την ουσία τους. Το «ασυνείδητο» για παράδειγμα, όπως επισημαίνει, μπορεί να αποκτήσει νέα σύμβολα σε μια εποχή τεχνολογικής αλλαγής. 

Τέλος ο Reich εξετάζει την κοινωνιολογική θέση της Ψυχανάλυσης. Όπως ο Μαρξισμός, η Ψυχανάλυση είναι ένα προϊόν της καπιταλιστικής εποχής. Είναι μια αντίδραση στο ιδεολογικό εποικοδόμημα εκείνης της εποχής, τις πολιτιστικές και ηθικές συνθήκες του σύγχρονου κοινωνικού ανθρώπου. Ο Reich αναλύει ευφυώς τις αμφισβητούμενες σχέσεις της σεξουαλικότητας της νεοσύστατης αστικής τάξης και του ρόλου της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων. Ωστόσο από τη στιγμή της εδραίωσής της η αστική τάξη χρησιμοποίησε πλέον το ίδιο οδόφραγμα ενάντια στο «λαό» με τους δικούς της ηθικούς νόμους. Εμφανίστηκαν διπλά μέτρα και σταθμά σεξουαλικής ηθικής τα οποία αναλύονται σε άλλα γραπτά του Reich (Η Λειτουργία του Οργασμού 1927, Η Εισβολή της Σεξουαλικής Ηθικής 1932, Η Σεξουαλική Επανάσταση 1936). «Ακριβώς όπως ο Μαρξισμός», καταλήγει ο Reich, «από κοινωνιολογική άποψη σήμαινε ότι ο άνθρωπος άρχισε να συνειδητοποιεί τους νόμους της οικονομίας και της εκμετάλλευσης της πλειοψηφίας από μια μειοψηφία, έτσι και η Ψυχανάλυση σήμαινε ότι ο άνθρωπος άρχισε να συνειδητοποιεί την κοινωνική σεξουαλική απώθηση». 

Συντονισμένος με μια εξαιρετική διαύγεια σκέψης αλλά και με τα ίχνη της πικρίας που αργότερα θα τον κυρίευε, ο Reich προβλέπει τελικά την εμπορική εκμετάλλευση και τη διαστρέβλωση της Ψυχανάλυσης. Ο καπιταλισμός σαπίζει τα πάντα. «Ο καπιταλιστικός τρόπος ύπαρξης της Ψυχανάλυσης την πνίγει, τόσο από έξω όσο κι από μέσα». «Στην αστική κοινωνία η Ψυχανάλυση καταδικάζεται σε στειρότητα». Για το Reich η ψυχαναλυτική εκπαίδευση θα μπορέσει μόνο να αποδώσει καρπούς με την κοινωνική επανάσταση. «Όσοι ψυχαναλυτές, πίστευαν ότι η Ψυχανάλυση μπορούσε ν’ αλλάξει τον κόσμο εξελικτικά, εξέφραζαν μια ουτοπία που προέρχεται από απόλυτη άγνοια των οικονομικών και κοινωνικών πραγμάτων [..] Η κοινωνία είναι πιο δυνατή από τις καλές προθέσεις κάποιων μεμονωμένων μελών της». 

 1. Μαρξισμός και Ψυχανάλυση - Σημειώσεις πάνω στη ζωή και το έργο του Βίλχελμ Ράιχ (http://www.marxismos.com) 
2. Angelini, A. (2014). On the Ten Letters Written by Sigmund Freud to Wilhelm Reich (1924-1930). Ital. Psychoanal. Annu., 8:135-152. 
3. Reich Β. 1929. Διαλεκτικός υλισμός και Ψυχανάλυση 4. Brinton Μ. 1972. Α review of Wilhelm Reich, Dialectical Materialism and Psychoanalysis (London: Socialist Reproduction). 

Μαριάννα Σπ.

Ουκρανία - ένας χρόνος μετά την «επανάσταση» του Μαϊντάν

Δημοσιεύουμε μεταφρασμένο στα ελληνικά, τμήμα της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξης της ιστοσελίδας marxist.com με την ουκρανική αριστερή οργάνωση «Μποροτμπά», που αναλύει την κατάσταση στην Ουκρανία σήμερα, ένα χρόνο μετά το κίνημα Μαϊντάν και την πτώση του Βίκτορ Γιανουκόβιτς.

Ποιος είναι ο χαρακτήρας των εθελοντικών ταγμάτων που αγωνίζονται στο πλευρό του Κιέβου; Ποιο είναι το νομικό καθεστώς τους απέναντι στην ουκρανική κρατική μηχανή και στρατιωτική δομή; Σε τι βαθμό αποτελούν μέρος της;

Οι νεοναζιστικές συμμορίες έχουν αυξηθεί σε μέγεθος, απέκτησαν μια σχετική ανεξαρτησία, και οπλίστηκαν από το κράτος. Καθώς αυτές οι συμμορίες έγιναν απειλή για τη νέα κυβέρνηση, οι αξιωματούχοι άρχισαν την ενσωμάτωσή τους σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες. Υπήρξε μια εποχή που οι συμμορίες κινούνταν ελεύθερα σε όλη την Ουκρανία, επιτίθονταν στα συλλαλητήρια και στους ακτιβιστές που διαμαρτύρονταν κατά του Μαϊντάν. Σκότωσαν δύο διαδηλωτές στο Χάρκοβο. Αρκετές φορές έκαναν επιχειρήσεις στην Οδησσό με τελικό αποτέλεσμα την σφαγή στις 2 Μαΐου.

Η ουκρανική ολιγαρχία, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τις φασιστικές συμμορίες, άρχισε να δημιουργεί εθελοντικές πολιτοφύλακες που στην πραγματικότητα λειτουργούσαν σαν ιδιωτικοί στρατοί.

Αυτές οι πολιτοφυλακές τελικά συγκρούστηκαν με ορισμένους ολιγάρχες, καθώς και με την κυβέρνηση. Κάτω από την πίεση της κυβέρνησης, αυτές οι πολιτοφυλακές τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Εσωτερικών Υποθέσεων και έγιναν μέρος της Εθνικής Φρουράς της Ουκρανίας, και έτσι απέκτησαν νομική υπόσταση. Πολλοί Ναζί και εθνικιστές επιδιώκουν επίσης να μπουν επίσημα στις αστυνομικές δυνάμεις.

Οι Λαϊκές Δημοκρατίες απολαμβάνουν κάποιο βαθμό λαϊκής υποστήριξης; Πώς μπορεί να εκτιμηθεί αυτός ο βαθμός υποστήριξης;

Η πιο προφανής έκφραση υποστήριξης αποτέλεσε η συμμετοχή στο δημοψήφισμα και μετέπειτα η συμμετοχή στις εκλογές της 2ης Νοεμβρίου. Η μεγάλη στροφή επιβεβαιώνεται από τις πολυάριθμες αναφορές και τις παρουσιάσεις από διεθνείς παρατηρητές. Κάθε βομβαρδισμός των πόλεων στο Ντονμπάς από τον Ουκρανικό στρατό και κάθε νέα απόπειρα ταπείνωσης του λαού, οδήγησε σε αυξημένη υποστήριξη των Λαϊκών Δημοκρατικών.

Είναι επίσης αδύνατο να ξεχάσει κανείς, ότι η συνέχιση των εχθροπραξιών οδηγεί σε οικονομική και κοινωνική καταστροφή σε αυτές τις περιοχές. Εκεί παραμένουν απλήρωτοι μισθοί και συντάξεις ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους. Η ανθρωπιστική βοήθεια από τη Ρωσία δεν είναι καν επαρκής για την επιβίωση των πιο ευάλωτων στρωμάτων της κοινωνίας. Γι’αυτό το κύριο ζήτημα στην παρούσα φάση, είναι η παύση του πολέμου με οποιοδήποτε κόστος.

Θα ήταν αληθές το επιχείρημα ότι η διαχωριστική γραμμή στη διαμάχη είναι εθνική και γλωσσική; Δηλαδή ότι η αντιμαχία είναι ανάμεσα στην εθνότητα των Ρώσων και των ρωσόφωνων  και τους Ουκρανούς και ομιλούντες την ουκρανική γλώσσα;

Φυσικά και το εθνικό ζήτημα υφίσταται, μόνο που η σημασία του έχει υπερεκτιμηθεί. Η αστική τάξη της Ουκρανίας, για χρόνια προσπαθούσε να αναμοχλεύσει το εθνικιστικό αίσθημα και να χειριστεί αυτές τις αντιφάσεις, αλλά αυτή η διαμάχη εν προκειμένω έχει βαθύτερες κοινωνικές αιτίες. Υπογράφοντας τη συμφωνία συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και συμφωνώντας με την επιβολή της οικονομικής πολιτικής που υποδεικνυόταν από το ΔΝΤ, η αστική τάξη της Ουκρανίας ήταν έτοιμη να θυσιάσει το πιο ευάλωτο τμήμα του πληθυσμού μέσω της επιβολής της λιτότητας. Ήταν έτοιμοι να καταστρέψουν τη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με τη Ρώσικη οικονομία και να καταδικάσουν χιλιάδες ανθρώπων στην ανεργία. Πολλά εργοστάσια σε όλη την Ουκρανία σταμάτησαν τη λειτουργία τους όπως για παράδειγμα η βιομηχανία ατσαλιού του Kremenchug. Για πολλές οικογένειες τίθεται, λόγω αυτού του γεγονότος, ακόμα και ζήτημα επιβίωσης. Σημαντικό είναι και το γεγονός, ότι τα κοινωνικά αιτήματα αυτών των εργατών σχετίζονται και με συμπάθεια για τις παλιές ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό γιατί η βιομηχανική ανάπτυξη αλλά και τα υψηλά κοινωνικά στάνταρντ σχετίζονται με την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο αγώνας ενάντια στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις συνδυαζόμενος με την άνοδο του νέο-ναζισμού καθόρισε στην αντιφασιστική κατεύθυνση αυτού του κινήματος.

Γι’ αυτό και θεωρούμε ότι η αναγωγή αυτής της σύγκρουσης σε εθνική, αποτελεί υπεραπλούστευση. Στις 9 Μαρτίου το Ντονέτσκ και το Λούγκανσκ γιόρτασαν την επέτειο της γέννησης του Ουκρανού ποιητή Τάρας Σεβτσένκο. Από την άλλη πλευρά η πλειοψηφία των μαχητών στο «Δεξιό Τομέα» είναι Ρωσόφωνοι. Οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι λοιπόν μπορούν να βρεθούν και στις δύο πλευρές του οδοφράγματος.

Στις περιοχές οι οποίες βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αρχών του Κιέβου, ποια είναι η γενική διάθεση του πληθυσμού και πώς έχει αυτή εξελιχθεί; 

Το Κίεβο ως επί το πλείστον φαίνεται να υποστηρίζει τις δεξιές πολιτικές και τη ρητορική της κυβέρνησης, ενώ η διαφωνούσα μειοψηφία εκφοβίζεται. Τα νεοφασιστικά συνθήματα για την παγκόσμια πάλη απέναντι στη σοσιαλιστική κληρονομιά έχουν αρχίσει ήδη να διαδίδονται και να χαίρουν κάποιας υποστήριξης. Από την άλλη η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει πληγεί από την οικονομική καταστροφή, η οποία αποτελεί συνέπεια της καταστροφικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ο λαός είναι επίσης δυσαρεστημένος με τις ήττες και τη δύσκολη κατάσταση στο μέτωπο. Η έκκληση για νέα κινητοποίηση, προκαλεί επίσης δυσαρέσκεια. Αυτούς τους οποίους καλούν στο μέτωπο, τους καταδιώκουν κυριολεκτικά και ύστερα τους πετάνε στην πρώτη γραμμή να πολεμήσουν.

Εν γένει η στάση απέναντι στον πόλεμο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ακολούθως: πολλοί θα επιθυμούσαν έναν σύντομο νικηφόρο πόλεμο, αλλά φοβούνται τις παρατεταμένες συγκρούσεις και δεν είναι έτοιμοι να συμμετέχουν σε αυτόν προσωπικά. Επιπρόσθετα οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από τη δημαγωγία και τα συνθήματα ενώ η πτώση της πολιτικής συμμετοχής έχει οδηγήσει σε πλήρη απάθεια.

Οι εσωτερικές διαμάχες για επιρροή στην κυβέρνηση έχουν οδηγήσει στη δυσπιστία του λαού. Γενικά η διαφορά αναφορικά με τις αυταπάτες που είχε ο λαός στο Maidan και την πραγματικότητα της τρέχουσας κατάστασης, οδηγεί σε πολιτική απάθεια. Υπάρχει το φαινόμενο, όλο και περισσότερες πολιτικές αποφάσεις να λαμβάνονται από μικρές κοινοβουλευτικές ομάδες οι οποίες κατέχουν όπλα ή έχουν στρατιωτική υποστήριξη.

Ποιες θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες των κομμουνιστών και των διεθνιστών στο εξωτερικό αναφορικά με τη διαμάχη στην Ουκρανία;

Η κύρια προτεραιότητα στην παρούσα φάση είναι η ειρήνη. Για παράδειγμα, το μπλοκάρισμα των αποπειρών της ουκρανικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει βοήθεια και ιδιαίτερα στρατιωτική βοήθεια πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Η παύση των πολιτικών διώξεων, η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, το τέλος στον τρόμο των νεοναζί, η αρχή των δημοκρατικών ειρηνικών διαδικασιών αποτελούν πολύ σημαντικά προτάγματα. Είναι άκρως αναγκαία η υποστήριξη των πολιτικών κρατουμένων, αυτών που εξαναγκάστηκαν στην εξορία και αυτών που δουλεύουν αυτή τη στιγμή μυστικά. Οι κομμουνιστές θα πρέπει επίσης να εξηγήσουν στο κοινό την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην Ουκρανία και να εκθέσουν τα ψέματα και την υποκρισία των επιχειρηματικών μέσων ενημέρωσης.

Κατερίνα Κ.

Ο Γαλλικός Μάης του ’68: Μια προδομένη επανάσταση

Ο Μάης του ’68 ήταν η μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία. Το πανίσχυρο αυτό κίνημα ξέσπασε στην κορύφωση της μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου του καπιταλισμού. Τότε, όπως και μέχρι σήμερα, οι αστοί και οι απολογητές τους έδιναν συγχαρητήρια στους εαυτούς τους λέγοντας ότι οι επαναστάσεις και η ταξική πάλη αποτελούν στοιχεία του παρελθόντος. Γρήγορα όμως ήρθαν τα γαλλικά γεγονότα του 1968, που φάνηκαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Η πλειοψηφία της επίσημης Αριστεράς αιφνιδιάστικε από τα γεγονότα, αφού είχε ξεγράψει την ευρωπαϊκή εργατική τάξη από τις επαναστατικές δυνάμεις.

Αυτό που δεν κατάλαβε κανείς από αυτούς τους κυρίους ήταν το γεγονός ότι η μακρά περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά το 1945 είχε μεταβάλει τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων και είχε ενδυναμώσει αποφασιστικά την Ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Γαλλία, η οποία οδήγησε σε ραγδαία ενδυνάμωση του προλεταριάτου και σταδιακή συρρίκνωση της αγροτικής τάξης.


Μία σχεδόν ειρηνική μετάβαση στον σοσιαλισμό θα ήταν δυνατή, αν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας είχαν δράσει σαν μαρξιστές. Μόνο η προδοσία των σταλινικών ηγετών, που αρνήθηκαν να πάνε τον αγώνα μέχρι, απέτρεψε την Γαλλική εργατική τάξη από το να πάρει την εξουσία.


Ο ρόλος των φοιτητών


Οι φοιτητές αποτελούν πάντα το ευαίσθητο βαρόμετρο των τάσεων που αναπτύσσονται στα βάθη της κοινωνίας. Στους μήνες πριν τον Μάη υπήρξε έντονη ζύμωση στους φοιτητές που αποκρυσταλλώθηκε σε μια σειρά διαδηλώσεων και καταλήψεων.


Αντιμέτωπος με μια αυξανόμενη παλίρροια φοιτητικών κινητοποιήσεων ο πρύτανης του επιφανούς πανεπιστήμιου της Σορβόννης αποφάσισε να το κλείσει μόλις για δεύτερη φορά σε 700 χρόνια. Η απόπειρα της αστυνομίας να εκκενώσει το προαύλιο της Σορβόννης στις 3 Μαΐου ήταν η σπίθα που χρειαζόταν. Ξεσπά βία στην «Quartier Latin» («Λατινική Συνοικία»). Την επόμενη μέρα τα μαθήματα στη Σορβόννη ακυρώθηκαν. Οι κύριες φοιτητικές οργανώσεις κάλεσαν σε αποχή διαρκείας. Στις 6 Μαΐου δοθήκαν νέες μάχες στην Quartier Latin: έγιναν 422 συλλήψεις και 345 αστυνομικοί και περίπου 600 φοιτητές τραυματίστηκαν. Η καταστολή προκάλεσε μαζική αγανάκτηση. Οργισμένοι φοιτητές ξήλωναν πεζοδρόμια για να πετάξουν πέτρες στην αστυνομία και δημιούργησαν οδοφράγματα στη βάση των παλιών καλών γαλλικών παραδόσεων. Φοιτητές σε πανεπιστήμια σε ολόκληρη τη χώρα δηλώνουν την συμπαράστασή τους. Την νύχτα της 10ης Μαΐου υπήρξε ολοκληρωτική εξέγερση στην Quartier Latin.


Κατά την διάρκεια της πρώτης εβδομάδας, οι ηγέτες του Κ.Κ.Γ. είχαν υποτιμήσει τους φοιτητές και οι συνδικαλιστές ηγέτες είχαν προσπαθήσει να τους αγνοήσουν. Όμως στις 11 Μαΐου, τα κύρια συνδικάτα, η CGT, η CFDT και το FEN κάλεσαν σε γενική απεργία για τις 13 του Μάη. Επιστρέφοντας εσπευσμένα στο Παρίσι, ο George Pompidou ανακοίνωσε την επαναλειτουργία της Σορβόννης την ίδια μόλις μέρα ως ένδειξη συμβιβασμού που θα απέτρεπε την κοινωνική έκρηξη. Οι μάζες του πληθυσμού όμως το εξέλαβαν σαν ένδειξη αδυναμίας και κινήθηκαν ακόμη πιο μπροστά. 


Γενική Απεργία


Η ζύμωση ανάμεσα στους φοιτητές ήταν μόνο η πιο προφανής ένδειξη της δυσαρέσκειας στη γαλλική κοινωνία. Παρά την οικονομική ανάπτυξη, οι Γάλλοι καπιταλιστές είχαν ασκήσει ανελέητη πίεση στους εργάτες. 


Η γενική απεργία στις 13 Μάη σηματοδότησε μια ποιοτική στροφή. Εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητών και εργατών ξεχυθήκαν στους δρόμους το Παρισιού. Στις 18 Μαΐου οι ανθρακωρύχοι σταμάτησαν τη δουλειά και ακινητοποιήθηκαν όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Παρίσι και σε δεκάδες άλλες μεγάλες πόλεις. Οι εργάτες πήραν το έλεγχο των αποθεμάτων πετρελαίου στη Νάντη. Φοιτητές, δάσκαλοι, επαγγελματίες, χωρικοί, επιστήμονες, ποδοσφαιριστές ακόμη και τα κορίτσια του Follies Bergères (οίκοι ανοχής), όλοι ριχτήκαν στον αγώνα.


Το κίνημα έπιασε την άρχουσα τάξη και τη κυβέρνηση κυριολεκτικά στον ύπνο. Είχαν τρομοκρατηθεί από το κίνημα των φοιτητών και τώρα αντιμετώπιζαν μια γενική απεργία με επαναστατικά χαρακτηριστικά.  Η κυβέρνηση κατέρρεε και ο De Gaulle ήταν σε απόγνωση.
Όμως την κρίσιμη στιγμή οι ηγέτες των συνδικάτων προσέφεραν στον  De Gaulle σανίδα σωτηρίας ανακοινώνοντας την πρόθεσή τους να διαπραγματευτούν με την ένωση εργοδοτών και την κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή που πρόσφερε συμβιβασμό στους φοιτητικούς και εργατικούς ηγέτες, το κράτος συνέχισε με επιλεκτικές επιθέσεις εναντίων αυτών που αποκαλούσε ανατρεπτικά στοιχεία. 


Ποιος τελικά έσωσε τον Ντε Γκωλ;


Όταν η αστική τάξη νιώθει ότι απειλείται να τα χάσει όλα, τότε είναι έτοιμη να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις. Στράφηκε στα συνδικάτα και προσέφερε μεγάλες παραχωρήσεις όπως την αύξηση στους μισθούς, την μείωση των ωρών εργασίας, μείωση στο όριο ηλικίας για τις συντάξεις κ.τ.λ. ενώ σε μια προσπάθεια του να εξευμενίσει τους φοιτητές ο Πομπιντού έκανε δεκτή την παραίτηση του υπουργού Παιδείας.


Στις 27 Μαΐου η κυβέρνηση μαζί με την ηγεσία των συνδικάτων υπέγραψαν συμφωνία. Από κοινού οι ηγεσίες των συνδικάτων και του ΚΚ βρήκαν ως ευκαιρία  τις μεγάλες παραχωρήσεις της αστικής τάξης και κάλεσαν τους εργαζόμενους και τους φοιτητές να θέσουν τέλος στον αγώνα τους, την στιγμή που οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες από ποτέ για να συνεχίσουν προχωρώντας μέχρι την κατάληψη της εξουσίας. Στις αρχές του Ιουνίου, όλοι οι εργάτες είχαν γυρίσει στις δουλειές τους.


Ο Μάης του 1968 ήταν επανάσταση


Ο Τρότσκι εξηγούσε ότι επανάσταση είναι μια διαδικασία κατά την οποία οι άντρες και οι γυναίκες που στην καθημερινότητά τους ήταν απαθείς, γίνονται τα πιο μαχητικά στοιχεία της κοινωνίας και αισθάνονται  ότι παίρνουν την μοίρα τους στα χέρια τους. Αυτό ακριβώς συνέβη και το Μάη του ’68 στην Γαλλία.

Αυτό που έλειπε όμως από το Μάη του ’68 ήταν η ηγεσία. Οι ηγεσίες των συνδικάτων και το Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή, δεν είχαν καμία προοπτική να πάρουν την εξουσία. Ο μόνος τους στόχος ήταν να τερματίσουν την απεργία όσο πιο σύντομα γινόταν. Η σταλινική και η συνδικαλιστική ηγεσία πλήρωσε την προδοσία της, αφού τους αρνήθηκαν όλα τα προνόμια που τους είχαν υποσχεθεί. Στον πρώτο γύρο των εκλογών τα Αριστερά Κόμματα έχασαν έδαφος ενώ στον δεύτερο γύρο η Δεξιά κέρδισε με σαρωτική πλειοψηφία.

Μια γενική απεργία είναι διαφορετική από μια οποιαδήποτε απεργία γιατί θέτει το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να φτιάξουν επιτροπές αντιπροσώπων στα εργοστάσια και τις γειτονιές και να στοχεύουν στην δημιουργία μιας Εθνικής Επιτροπής, που θα έπαιρνε την εξουσία στα χέρια της.

Τελικά το κίνημα στην Γαλλία ηττήθηκε. Αλλά οι παραδόσεις του Μάη έμειναν χαραγμένες στην συνείδηση των εργατών στην Γαλλία αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα που το  καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, όλες οι αντιθέσεις του που χτίζονταν για είκοσι χρόνια θα βγουν στο προσκήνιο. Γεγονότα όπως αυτά στην Γαλλία θα επαναληφθούν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Η επανάσταση είναι προ των πυλών!

Ελένη Δ.