Λέον Τρότσκι : Πώς ο Λένιν μελετούσε τον Μαρξ





Ο Λέον Τρότσκι αφιέρωσε πολλά χρόνια στη συγγραφή μιας βιογραφίας του Λένιν, ένα έργο που δυστυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει. Κατάφερε ωστόσο να τελειώσει τα κεφάλαια που είχαν θέμα τα χρόνια της νεότητας του Λένιν. Τα κείμενα αυτά δημοσιεύθηκαν το 1936 στη Γαλλία. Το μέρος που ασχολείται με το πώς ο Λένιν καταπιάνονταν με τη μελέτη του Μαρξισμού, προέρχεται από ένα από τα κεφάλαια – τα Στάδια της Ανάπτυξης – με αντικείμενο τα νεανικά χρόνια του Λένιν. – Οι συντάκτες του περιοδικού «Τέταρτη Διεθνής» (1950)
Τρότσκι       


                                                                     
 (1936)
Ο Λέον Τρότσκι αφιέρωσε πολλά χρόνια στη συγγραφή μιας βιογραφίας του Λένιν, ένα έργο που δυστυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να ολοκληρώσει. Κατάφερε ωστόσο να τελειώσει τα κεφάλαια που είχαν θέμα τα χρόνια της νεότητας του Λένιν. Τα κείμενα αυτά δημοσιεύθηκαν το 1936 στη Γαλλία. Το μέρος που ασχολείται με το πώς ο Λένιν καταπιάνονταν με τη μελέτη του Μαρξισμού, προέρχεται από ένα από τα κεφάλαια – τα Στάδια της Ανάπτυξης – με αντικείμενο τα νεανικά χρόνια του Λένιν. – Οι συντάκτες του περιοδικού «Τέταρτη Διεθνής» (1950)

Δυστυχώς κανείς δεν μας έχει μιλήσει για τον τρόπο με τον οπο
ίο ο Λένιν καταπιάνονταν με τη μελέτη του Μαρξισμού. Τίποτα δεν έχει φτάσει σε μας εκτός από ελάχιστες επιφανειακές και περιορισμένες παρατηρήσεις. «Περνούσε ολόκληρες ημέρες μελετώντας τον Μαρξ, έφτιαχνε περιλήψεις, αντέγραφε αποσπάσματα, κρατούσε σημειώσεις» έγραψε η Γιασνέβα. «Ήταν δύσκολο τότε να τον ξεκολλήσουμε από τη δουλειά του.»
Οι συνόψεις του Λένιν για το Κεφάλαιο δεν έχουν φτάσει σε μας. Το μόνο υλικό που μας επιτρέπει την αναπαραγωγή της δουλειάς που έκανε αυτός ο νεαρός «αθλητής» πάνω στον Μαρξ, παρέχεται από τα τετράδια που συνέταξε κατά τις σπουδές του τα επόμενα χρόνια. Ενώ ήταν ακόμα στο Λύκειο, ο Βλάντιμιρ κατά κανόνα ξεκινούσε τις συνθετικές του εργασίες φτιάχνοντας πρώτα ένα γενικό προσχέδιο, το οποίο αργότερα συμπλήρωνε με επιχειρήματα και κατάλληλες παραπομπές. Σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία επέδειξε μια αρετή που ο Φέρντιναντ Λασάλ σωστά προσδιόρισε ως τη φυσική δύναμη της σκέψης.
Η μελέτη που δεν είναι μόνο μηχανική επανάληψη περιλαμβάνει μια δημιουργική προσπάθεια, αλλά ενός αντίστροφου τύπου: Για να συνοψίσει κανείς το έργο ενός άλλου ανθρώπου οφείλει να αποκαλύψει πλήρως το σκελετικό πλαίσιο της λογικής του, αφαιρώντας τις αποδείξεις, τις εικονογραφήσεις και τα άγονα αποσπάσματα. Με ευχαρίστηση και με ζήλο ο Βλάντιμιρ προχωρούσε σε αυτό το δύσκολο μονοπάτι, συνοψίζοντας κάθε κεφάλαιο, κάποιες φορές μια μόνο σελίδα, καθώς διάβαζε, σκέφτονταν και επιβεβαίωνε τη λογική δομή, τις διαλεκτικές μεταβάσεις, την ορολογία. Κατακτώντας τα συμπεράσματα, αφομοίωνε τη μέθοδο. Σκαρφάλωνε τις διαδοχικές βαθμίδες του συστήματος κάποιου άλλου σαν να το κατασκεύασε ξανά ο ίδιος από την αρχή. Όλα αυτά συγχωνεύθηκαν στέρεα στον θαυμάσια οργανωμένο εγκέφαλο κάτω από τον ισχυρό θόλο του κρανίου του.

Το στάδιο της διαμόρφωσης

Για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Λένιν δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τη ρώσικη πολιτικοοικονομική ορολογία που αφομοίωσε την περίοδο που ήταν στην Σαμάρα. Αυτό δεν ήταν λόγω πείσματος μόνο, αν και το ιδεολογικό πείσμα ήταν κάτι που τον χαρακτήριζε στον υψηλότερο βαθμό. Ήταν κυρίως επειδή, από νεαρή ηλικία συνήθισε να κάνει μια αυστηρά μετρημένη επιλογή, προβληματιζόμενος πάνω σε κάθε όρο, σε κάθε μία διαφορετική πτυχή του, μέχρι που στη συνείδησή του αυτός ο όρος συγχωνεύονταν με ένα ολόκληρο σύνολο εννοιών.
Ο πρώτος και ο δεύτερος τόμος του Κεφαλαίου ήταν τα βασικά εγχειρίδια του Βλάντιμιρ στην Αλακάγεβκα και τη Σαμάρα, καθώς ο τρίτος τόμος δεν είχε εκδοθεί ακόμη εκείνη την εποχή: τότε μόλις τα πρόχειρα χειρόγραφα του Μαρξ έμπαιναν σε σειρά από τον γερο-Ένγκελς. Ο Βλάντιμιρ είχε σπουδάσει το Κεφάλαιο τόσο καλά, ώστε κάθε φορά που επέστρεφε σε αυτό ήταν σε θέση να ανακαλύπτει νέες ιδέες. Ήδη από την περίοδο της Σαμάρας είχε μάθει, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει τα κατοπινά χρόνια, να «συμβουλεύεται» τον Μαρξ.
Μπροστά στα βιβλία του δασκάλου, η αυθάδεια και η σκωπτική διάθεση εγκατέλειψαν αυτομάτως αυτό το πνεύμα που, αλλαγμένο, ήταν ικανό για την βαθύτερη ευγνωμοσύνη. Το να ακολουθεί την εξέλιξη της σκέψης του Μαρξ, να νιώθει την ακαταμάχητη δύναμή της, να ανακαλύπτει ολόκληρες επαγωγές από τυχαίες φράσεις ή παρατηρήσεις, να ανανεώνει διαρκώς την πεποίθησή του για την αλήθεια και τη βαθύτητα του σαρκασμού του Μαρξ και να υποκλίνεται με ευγνωμοσύνη μπροστά σε αυτή την αμείλικτη ιδιοφυία – αυτό έγινε για τον Βλάντιμιρ όχι μόνο αναγκαιότητα αλλά και χαρά. Ο Μαρξ δεν είχε ποτέ έναν πιο αφοσιωμένο αναγνώστη ή κάποιον που να βρίσκεται σε μεγαλύτερη αρμονία με αυτόν, ούτε είχε ποτέ έναν καλύτερο, πιο διορατικό και οξυδερκή μαθητή.
«Για αυτόν ο Μαρξισμός δεν ήταν μια πεποίθηση, αλλά μια θρησκεία» έγραψε ο Βοντόσοφ. «Η αίσθηση που έδινε ήταν πως ο βαθμός υποστήριξης της πεποίθησής του ήταν ασύμβατος με μια γνήσια επιστημονική προσέγγιση.» Για έναν Φιλισταίο, καμία κοινωνιολογική προσέγγιση δεν αξίζει τον όρο «επιστημονική» πέρα από εκείνη που του αφήνει το δικαίωμα να αμφιταλαντεύεται. Ο Ουλιάνοφ, όπως ο ίδιος ο Βοντόσοφ δηλώνει, «ενδιαφερόταν βαθύτατα για όλες τις θεωρίες που διατυπώνονταν ενάντια στον Μαρξισμό και τις εξέταζε σε βάθος», αλλά το έκανε αυτό «όχι για χάρη της αναζήτησης της αλήθειας», αλλά μόνο για να αποκαλύπτει σε αυτές τις αντιρρήσεις λάθη, «για την ύπαρξη των οποίων ήταν εκ των προτέρων πεπεισμένος.»
Υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτόν τον χαρακτηρισμό: ο Ουλιάνοφ είχε αποδεχθεί το Μαρξισμό ως το πιο ώριμο προϊόν ολόκληρης της πρωτύτερης εξέλιξης της ανθρώπινης σκέψης. Δεν είχε καμία επιθυμία, μετά την κατάκτηση αυτού του υψηλού επιπέδου, να κατέβει σε κάποιο χαμηλότερο. Υπερασπίστηκε με αδάμαστη ενέργεια τις ιδέες αυτές που τις μελέτησε διεξοδικά και τις επαλήθευε κάθε μέρα της ζωής του και αντιμετώπιζε με προκατειλημμένη δυσπιστία τις προσπάθειες ματαιόδοξων αδαών και πολυμαθών μετριοτήτων να αντικαταστήσουν τον Μαρξισμό με κάποια περισσότερο «αποδεκτή» θεωρία.
Όταν πρόκειται για τομείς όπως η τεχνολογία ή η ιατρική, τότε η ρουτίνα, ο ερασιτεχνισμός και ο κομπογιαννιτισμός αντιμετωπίζονται με δικαιολογημένη δυσπιστία. Όμως, στον τομέα της κοινωνιολογίας, όλα αυτά έρχονται συνεχώς στην επιφάνεια με ένα επιστημονικοφανές περιτύλιγμα. Όσοι αντιλαμβάνονται τη θεωρία απλά ως ένα διανοητικό παιχνίδι, πετάνε εύκολα από τη μία ανακάλυψη στην άλλη ή, ακόμη πιο συχνά, μένουν ικανοποιημένοι με το να μαζεύουν τα ψίχουλα διαφορετικών ανακαλύψεων. Απείρως πιο απαιτητικός, αυστηρός και ισορροπημένος είναι αυτός που αντιμετωπίζει τη θεωρία ως οδηγό για δράση. Ένας σκεπτικιστής των σαλονιών μπορεί να σαρκάζεται την ιατρική ατιμώρητα, αλλά ένας χειρούργος δεν μπορεί να ζει σε μία ατμόσφαιρα επιστημονικής αβεβαιότητας. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη ενός επαναστάτη για θεωρία που θα είναι οδηγός για δράση, τόσο πιο αδυσώπητος είναι ως προς τη διαφύλαξή της. Ο Βλάντιμιρ Ουλιάνοφ δυσπιστούσε απέναντι στον ερασιτεχνισμό και απεχθάνονταν τους τσαρλατάνους. Αυτό που εκτιμούσε πάνω απ’ όλα στον Μαρξισμό ήταν η αυστηρή πειθαρχία και το κύρος της μεθόδου του.
Το 1893 έκαναν την εμφάνισή τους τα τελευταία βιβλία του Β. Βοροντσόβ και του Ν. Ντάνιελσον. Αυτοί οι δύο Λαϊκιστές (Ναρόντνικοι) οικονομολόγοι, υποστήριζαν με αξιοζήλευτη επιμονή ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη στη Ρωσία ήταν αδύνατη και μάλιστα σε μία περίοδο όπου ο ρωσικός καπιταλισμός ετοιμαζόταν να κάνει ένα ιδιαίτερα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός. Είναι απίθανο οι ξεθωριασμένοι Λαϊκιστές εκείνης της εποχής να διάβασαν τα ετεροχρονισμένα αποκαλυπτήρια των θεωρητικών τους ηγετών με την ίδια προσήλωση που το έκανε εκείνος ο νεαρός μαρξιστής στη Σαμάρα. Ο Ουλιάνοφ έπρεπε να γνωρίζει τους αντιπάλους του, όχι μόνο για να είναι σε θέση να αντικρούει τα γραπτά τους. Πάνω απ’ όλα αναζητούσε μία ενδόμυχη βεβαιότητα στον αγώνα. Είναι αλήθεια ότι μελετούσε την πραγματικότητα με πολεμικό πνεύμα, κατευθύνοντας όλα του τα επιχειρήματα εκείνη την περίοδο ενάντια στον γερασμένο Λαϊκισμό. Όμως η πολεμική σαν αυτοσκοπός δεν ήταν για κανέναν άλλο πιο ξένη από τον μελλοντικό συντάκτη είκοσι επτά τόμων πολεμικής. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να γνωρίσει τη ζωή όπως πραγματικά είναι.
Όσο πιο κοντά πλησίαζε ο Βλάντιμιρ στα προβλήματα της ρωσικής επανάστασης και όσο περισσότερο εξοικειώνονταν με τον Πλεχάνοφ, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η εκτίμησή του για τα σημαντικότερα έργα του. Οι τωρινοί πλαστογράφοι της ιστορίας του ρώσικου Μπολσεβικισμού (όπως ο Πρεσνιάκοφ) γράφουν τόμους πάνω στο θέμα της «αυθόρμητης γέννησης του Μαρξισμού στη Ρωσία απαλλαγμένου από κάθε άμεση επιρροή της ομάδας των εμιγκρέδων και του Πλεχάνοφ» και, πρέπει να προστεθεί, ανεξάρτητα από τον ίδιο τον Μαρξ που ήταν ο κατ’ εξοχήν εμιγκρές. Και έτσι μετατρέπουν τον Λένιν στον ιδρυτή ενός γνήσια ρώσικου «Μαρξισμού», από τον οποίο θα προέκυπτε στη συνέχεια η θεωρία και η πράξη του «σοσιαλισμού σε μία χώρα».
Το δόγμα περί της αυθόρμητης γέννησης του Μαρξισμού ως άμεσης «αντανάκλασης» της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ρωσίας είναι η ίδια μια άθλια καρικατούρα του Μαρξισμού. Η οικονομική εξέλιξη, μέσα σε όλη της την τοπική άγνοια, δεν βρίσκει την αντανάκλασή της στην «καθαρή» συνείδηση. Τη βρίσκει στην ιστορική συνείδηση που είναι εμπλουτισμένη με όλες τις κατακτήσεις της ανθρωπότητας του παρελθόντος. Η ταξική πάλη στην καπιταλιστική κοινωνία ήταν δυνατό να οδηγήσει στον Μαρξισμό στα μέσα του 19ου αιώνα, μόνο επειδή η διαλεκτική μέθοδος υπήρχε ήδη, ως κατάκτηση της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας˙ μόνο χάρη στην πολιτική οικονομία του Άνταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο στην Αγγλία˙ μόνο λόγω των επαναστατικών και σοσιαλιστικών θεωριών της Γαλλίας που γεννήθηκαν από την Μεγάλη Επανάσταση. Ο διεθνιστικός χαρακτήρας του Μαρξισμού ενυπάρχει, ως εκ τούτου, στις απαρχές της ίδιας του της γέννησης. Η αύξηση της δύναμης των εύπορων χωρικών (κουλάκων) στο Βόλγα και η ανάπτυξη της μεταλλουργίας στα Ουράλια, ήταν εντελώς ανεπαρκή φαινόμενα για να οδηγήσουν με ανεξάρτητο τρόπο σε κοινά επιστημονικά συμπεράσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ομάδα Απελευθέρωσης της Εργασίας γεννήθηκε στο εξωτερικό: ο ρώσικος Μαρξισμός είδε πρώτη φορά το φως της ημέρας, όχι σαν ένα αυτόματο προϊόν του ρώσικου καπιταλισμού, τέτοιο σαν τις καλλιέργειες ζαχαροτεύτλων και την παραγωγή φτηνών βαμβακερών υφασμάτων (η οποία για να γίνει εφικτή, εξάλλου, έπρεπε να εισαχθούν οι μηχανές), αλλά σαν ένα σύμπλεγμα ολόκληρης της εμπειρίας του ρώσικου επαναστατικού αγώνα με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού που προήλθε από τη Δύση. Η μαρξιστική γενιά της δεκαετίας του 1890 ανδρώθηκε πάνω στα θεμέλια που έθεσε ο Πλεχάνοφ.

Πώς οι πένητες του πνεύματος «εξυψώνουν» τον Λένιν

Για να δείξει κανείς την εκτίμησή του στην ιστορική συμβολή του Λένιν δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να δείξει ότι ήδη κατά τα πρώτα νεανικά του χρόνια ήταν υποχρεωμένος να σπάσει το παρθένο έδαφος με το δικό του άροτρο. «Σχεδόν δεν υπήρχε καμία ολοκληρωμένη εργασία διαθέσιμη», γράφει η Ελιζάροβα παπαγαλίζοντας τον Κάμενεφ και άλλους. «Ήταν αναγκαίο γι’ αυτόν να μελετήσει τις αρχικές πηγές και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα». Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο προσβλητικό για την επιστημονική ευσυνειδησία του Λένιν από τον ισχυρισμό ότι δεν έλαβε υπόψη του τους προκατόχους και τους δασκάλους του. Ούτε είναι αλήθεια ότι στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ο ρώσικος Μαρξισμός δεν διέθετε κανένα ολοκληρωμένο έργο.
Οι εκδόσεις της Ομάδας Απελευθέρωσης της Εργασίας συνιστούσαν ήδη την εποχή εκείνη μία συνοπτική εγκυκλοπαίδεια της νέας τάσης. Μετά από 6 χρόνια λαμπρού και ηρωικού αγώνα ενάντια στις προκαταλήψεις της ρωσικής διανόησης, ο Πλεχάνοφ διακήρυξε το 1889 στο Παγκόσμιο Σοσιαλιστικό Συνέδριο στο Παρίσι ότι «το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία μπορεί να θριαμβεύσει μόνο σαν το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία άλλη διέξοδος για εμάς.» Αυτά τα λόγια συνόψιζαν το σημαντικότερο γενικό συμπέρασμα ολόκληρης της προηγούμενης περιόδου και στη βάση αυτής της γενίκευσης που προερχόταν από έναν «εμιγκρέ», ο Βλάντιμιρ στήριξε την εκπαίδευση του στον Βόλγα.
Ο Βοντοβόσοβ γράφει στα απομνημονεύματα του: «Ο Λένιν συνήθιζε να μιλά με βαθύ συναίσθημα για τον Πλεχάνοφ, ιδιαίτερα για το βιβλίο του Οι Διαφορές μας.» Ο Λένιν πρέπει πράγματι να εξέφραζε με έντονο τρόπο τα συναισθήματά του, για να είναι σε θέση ο Βοντοβόσοβ να ανακαλεί εκείνες τις στιγμές πάνω από 30 χρόνια μετά. Η κύρια δύναμη του Οι Διαφορές μας, έγκειται στην προσέγγιση της επαναστατικής πολιτικής ως άρρηκτα συνυφασμένης με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και με την ανάλυση της εξέλιξης της οικονομίας στην Ρωσία. Οι πρώτες διακηρύξεις του Ουλιάνοφ στην Σαμάρα ενάντια στους Λαϊκιστές είναι στενά συνδεδεμένες με την ιδιαίτερη εκτίμησή του για το έργο του ιδρυτή της ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας. Εκτός από τους Μαρξ και Ένγκελς, ο Βλάντιμιρ ήταν ιδιαίτερα υποχρεωμένος στον Πλεχάνοφ.
Προς τα τέλη του 1922, αναφερόμενος παρεμπιπτόντως στις αρχές του ‘90, ο Λένιν έγραφε: «Σύντομα μετά από αυτό, ο Μαρξισμός, ως τάση, άρχισε να διευρύνεται, κινούμενος στη σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση που είχε ήδη διακηρυχτεί νωρίτερα στη Δυτική Ευρώπη από την Ομάδα Απελευθέρωσης της Εργασίας.» Αυτές οι γραμμές που συνοψίζουν την ιστορία της εξέλιξης μιας ολόκληρης γενιάς, εμπεριέχουν συγχρόνως μέρος της αυτοβιογραφίας του ίδιου του Λένιν. Ξεκινώντας στη Μαρξιστική Τάση με ένα οικονομικό και ιστορικό δόγμα, έγινε σοσιαλδημοκράτης κάτω από την επιρροή των ιδεών της Ομάδας Απελευθέρωσης της Εργασίας, η οποία είχε ξεπεράσει κατά πολύ την εγχώρια ρώσικη διανόηση. Μόνο πένητες του πνεύματος θα μπορούσαν να φανταστούν ότι εξυψώνουν το Λένιν αποδίδοντας στον βιολογικό του πατέρα, τον Κρατικό Σύμβουλο Ουλιάνοφ, επαναστατικές απόψεις που ποτέ δεν είχε, την ίδια στιγμή που μειώνουν τον επαναστατικό ρόλο του εμιγκρέ Πλεχάνοφ, τον οποίο ο ίδιος ο Λένιν θεωρούσε πνευματικό του πατέρα.
Στο Καζάν, στη Σαμάρα και στην Αλακάγεβκα, ο Βλάντιμιρ θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή. Αλλά όπως οι μεγάλοι ζωγράφοι στη νεότητά τους επιδεικνύουν τις δικές τους ιδιαίτερες πινελιές ακόμα και όταν αντιγράφουν έργα παλιών δασκάλων, έτσι και ο Βλάντιμιρ Ουλιάνοφ έφερε την περίοδο της μαθητείας του τέτοια νοητική δύναμη και πρωτοβουλία που είναι δύσκολο να χαράξει κανείς μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αυτά που αφομοίωσε από άλλους και αυτά που επεξεργάστηκε ο ίδιος. Κατά το τελευταίο έτος στη Σαμάρα, αυτή η διαχωριστική γραμμή εξαλείφθηκε εντελώς: ο μαθητευόμενος έγινε πλέον ένας ανεξάρτητος ερευνητής.

Μια Ιστορική Αντιπαράθεση

Η αντιπαράθεση με τους Λαϊκιστές πέρασε με ένα φυσικό τρόπο στο πεδίο των τρεχουσών εξελίξεων: σε ποιο βαθμό ο καπιταλισμός συνέχιζε να αναπτύσσεται στη Ρωσία; Τα διαγράμματα που απαριθμούσαν τις καμινάδες των εργοστασίων και τους βιομηχανικούς εργάτες, όπως επίσης αυτά που έδειχναν τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα διάφορα στρώματα των αγροτών, απέκτησαν ένα ιδιαίτερο νόημα. Για να καθοριστεί η δυναμική της διαδικασίας, ήταν απαραίτητο να συγκριθούν τα τρέχοντα αριθμητικά στοιχεία με αντίστοιχα των προηγούμενων ετών. Έτσι, η στατιστική των οικονομικών δεικτών έγινε η επιστήμη των επιστημών. Στις στήλες από δεδομένα κρυβόταν το κλειδί που θα έλυνε το μυστήριο του πεπρωμένου της Ρωσίας, ακόμα και της διανόησης και της ίδιας επανάστασής της. Μέχρι και η απογραφή των αλόγων που γινόταν περιοδικά από τη στρατιωτική διοίκηση χρησιμοποιούνταν για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα: Ποιος ήταν ισχυρότερος, ο Καρλ Μαρξ ή η ρωσική αγροτική κοινότητα;
Τα στατιστικά στοιχεία στα πρώιμα έργα του Πλεχάνοφ δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ πλούσια: τα στατιστικά στοιχεία των Ζεμστβο, σπουδαίας αξίας για τη μελέτη της οικονομίας του χωριού, αναπτύχθηκαν μόλις τη δεκαετία του ογδόντα. Επιπρόσθετα, οι μελέτες που περιείχαν αυτά τα στοιχεία σπανίως ήταν προσβάσιμες για έναν εμιγκρέ που ήταν σχεδόν τελείως απομονωμένος από τη Ρωσία εκείνα τα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Πλεχάνοφ υπέδειξε με απόλυτη ακρίβεια την γενική κατεύθυνση της επιστημονικής δουλειάς που έπρεπε να γίνει στη βάση της επεξεργασίας των στατιστικών στοιχείων. Οι πρώτοι στατιστικολόγοι της νέας σχολής ακολούθησαν αυτόν το δρόμο. Ο ΜΑ Hourwich, ένας Αμερικάνος καθηγητής ρώσικης καταγωγής, δημοσίευσε το 1886 και το 1892 δύο εργασίες για το ρωσικό χωριό, τις οποίες ο Βλάντιμιρ Ουλιάνοφ εκτιμούσε πολύ και τις οποίες χρησιμοποίησε σαν πρότυπα. Ο Λένιν δεν άφηνε ποτέ την ευκαιρία να αποδώσει την πρέπουσα αναγνώριση στα έργα των προκατόχων του.