ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ




Διακήρυξη της πρωτοβουλίας «Νεολαία ενάντια στον καπιταλισμό!» για τους φοιτητές

Εμείς η νεολαία της εποχής των βάρβαρων Μνημονίων, της υποβαθμισμένης Παιδείας και του βέβαιου μέλλοντος της ανεργίας ή της υπερεκμετάλλευσης, δεν μένουμε «με σταυρωμένα χέρια» μπροστά στη διαρκή απόπειρα καταστροφής της ζωής μας.

Κατανοούμε ότι η «ρίζα του κακού» δεν είναι απλά η απουσία ηθικής από τους κυβερνώντες ή η απληστία ορισμένων εκμεταλλευτών, αλλά το ίδιο το βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα και η εξουσία που το υπηρετεί. Το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να ανατραπεί με μαζικό, συνειδητό αγώνα.

Γι’ αυτό το λόγο, το φοιτητικό κίνημα πρέπει να συνδέσει τα αιτήματα που αφορούν το πανεπιστήμιο και την εκπαίδευση, με αιτήματα που δίνουν λύση στη μάστιγα της ανεργίας και της φτώχειας. Χρειαζόμαστε: 

• Άμεσο διπλασιασμό των κρατικών δαπανών για την Παιδεία. Καμία ιδιωτική χρηματοδότηση. Κάλυψη των υλικοτεχνικών αναγκών κάθε ιδρύματος.
• Παιδεία αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν, κατάργηση κάθε ιδιωτικής εκπαίδευσης, που διαχωρίζει τους νέους σε πλούσιους και φτωχούς. Δωρεάν σίτιση-στέγαση- μεταφορές για όλους τους φοιτητές Ανέγερση νέων εστιών που να καλύπτουν τις ανάγκες, με κρατική χρηματοδότηση.
• Ελεύθερα και δωρεάν μεταπτυχιακά.
• Ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια.
• Ενιαίος κρατικός φορέας σχεδιασμού της Παιδείας κάτω από φοιτητικό και εργατικό έλεγχο.
• Ένα πτυχίο - μία θέση εργασίας. Εξασφαλισμένη θέση εργασίας με πλήρη δικαιώματα και ανθρώπινες αμοιβές για όλους τους απόφοιτους σχολείων και σχολών. Κινητή κλίμακα ωρών εργασίας, μείωση των ωρών εργασίας για να βρουν όλοι δουλειά. Μείωση των ορίων συνταξιοδότησης στα 58 έτη για τους άντρες, στα 55 για τις γυναίκες και τα «Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα».
 
Αυτές οι ζωτικές διεκδικήσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς την ανατροπή του καπιταλισμού. Για να πραγματοποιηθεί αυτός ο σκοπός απαιτείται η συνειδητή και οργανωμένη πάλη των φοιτητών, των μαθητών, των νέων εργαζόμενων και ανέργων για μία λύση εξουσίας για την εργαζόμενη πλειοψηφία. Χρειάζεται οργανωμένος αγώνας με στόχο να εθνικοποιηθούν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες και να λειτουργήσουν υπό τον έλεγχο και την διαχείρηση των εργαζομένων, ώστε να σχεδιαστεί δημοκρατικά η οικονομία με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τα κέρδη των καπιταλιστών!


Αν συμφωνείς με αυτές τις ιδέες, πάλεψε να γίνουν πραγματικότητα!

Υπόγραψε τη διακήρυξη - Δήλωσε συμμετοχή στην πρωτοβουλία «Νεολαία ενάντια στον καπιταλισμό!»





ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ 



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ Α'
Ι. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
1) Τι είναι η εκπαίδευση
2) H εκπαίδευση στον καπιταλισμό
ΙΙ. ΑΣΤΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
3) Η επιστήμη κάτω από τις ασφυκτικές καπιταλιστικές σχέσεις
4) Γέννηση και εξέλιξη του αστικού πανεπιστήμιου
5) Τα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου
6) Το μεταπολεμικό πανεπιστήμιο
ΜΕΡΟΣ Β'
Ι. Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
1) Ο χαρακτήρας της αντιμεταρρύθμισης
2) Εκπαίδευση και καπιταλιστική κρίση
3) Εκπαιδευτική και εργασιακή αντιμεταρρύθμιση
II. ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
4) Υποχρηματοδότηση: η βάση της υποβάθμισης
5) Αξιολόγηση: μηχανισμός υποταγής στις ανάγκες της αγοράς
6) Ο νόμος για τα ΙΔΒΕ
7) Ο νόμος για τον ΔΟΑΤΑΠ
8) Ο «νόμος – πλαίσιο» για τη λειτουργία των πανεπιστημίων: λειτουργική προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου
9) Η ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η αναγνώριση των ιδιωτικών κολεγίων (ΙΕΚ - ΚΕΣ)
10) Συγχωνεύσεις και κλεισίματα σχολών - «Σχέδιο Αθηνά»
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΜΕΡΟΣ Γ'
Ι. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΡΞΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΙΙ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΛΗΣ



ΜΕΡΟΣ Α΄

Ι. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

1) Τι είναι η εκπαίδευση

Για να εξετάσουμε με ένα συστηματικό τρόπο το ζήτημα που πραγματεύεται ένα τέτοιο κείμενο, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκινήσουμε από ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι η εκπαίδευση. Η απάντηση δε στο ερώτημα αυτό καθορίζει εκ των προτέρων και τη θέση μας απέναντι στο καπιταλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα και την οπτική μας γωνία πάνω στην έννοια της εκπαίδευσης ώστε να αποφευχθούν αντιλήψεις όπως «εκπαίδευση-αγαθό», «εκπαίδευση-δικαίωμα», κυρίαρχες στην ανάλυση των ρεφορμιστών. Τέτοιες αντιλήψεις αποτελούν εκ των προτέρων μη ταξική τοποθέτηση απέναντι στο ζήτημα, καταδικασμένη σε λανθασμένα συμπεράσματα και ανεπαρκείς θέσεις.

Ξεκινώντας, πρέπει να διαχωρίσουμε τον όρο «εκπαίδευση» από τον όρο «παιδεία». Η παιδεία είναι μια έννοια που περιλαμβάνει το σύνολο των γνώσεων και των πολιτιστικών χαρακτηριστικών μιας προσωπικότητας. Είναι λοιπόν μια ευρεία έννοια που δεν απαιτεί συγκεκριμένο φορέα υλοποίησης, συγκεκριμένο περιεχόμενο, ούτε συγκεκριμένη δομή.

Αντίθετα, η έννοια «εκπαίδευση» αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη, δομημένη και συστηματική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή εμφανίζεται μαζί με τις ταξικές κοινωνίες και προϋποθέτει ένα πολύ συγκεκριμένο φορέα υλοποίησης, συγκεκριμένη δομή και συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όλοι αυτοί οι συντελεστές βέβαια διαφοροποιούνται ανάλογα με την εποχή, το κοινωνικό σύστημα, αλλά και τη βαθμίδα ανάπτυξης του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, ωστόσο το αντικειμενικό περιεχόμενο της διαδικασίας είναι πάντοτε η εκμάθηση ενός γνωστικού αντικειμένου, για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος.

Αν δούμε το ζήτημα ιστορικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η εμφάνιση ταξικών κοινωνιών ήταν ο όρος που επέβαλε τη συστηματοποίηση της εκπαίδευσης (τη δημιουργία δηλαδή εκπαιδευτικού συστήματος). Η εμφάνιση λοιπόν του εκπαιδευτικού συστήματος, έρχεται πλάι στην εμφάνιση του καταμερισμού εργασίας σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Σε εκείνη δηλαδή, της απελευθέρωσης ενός τμήματος της κοινωνίας από την υποχρέωση να εργάζεται και της παροχής σε αυτό, της δυνατότητας να ασχοληθεί με την πνευματική εργασία. Με άλλα λόγια, έρχεται πλάι στην εμφάνιση των κοινωνικών τάξεων.

Ο στόχος είναι πολύ σαφής: Οι άρχουσες τάξεις έπρεπε κάθε φορά να μορφώσουν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που θα εντάξουν στην παραγωγή, ώστε να καρπωθούν το υπερπροϊόν της εργασίας τους. Παράλληλα, έπρεπε να τους κάνουν φορείς των ιδεών τους, δηλαδή φορείς αντιλήψεων (θρησκευτικών – κοινωνικών - φιλοσοφικών κ.α.) που δεν συγκρούονται με την εκμετάλλευση, αλλά την εμφανίζουν σαν κάτι φυσικό και αναγκαίο. Τέλος θα έπρεπε να επιμορφώσουν τους γόνους της δικιάς τους κοινωνικής τάξης, σε ένα ανώτερο βέβαια επίπεδο, ώστε να γίνουν οι αυριανοί διαχειριστές της οικονομίας, διοικητές της κοινωνίας και φορείς επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Μπορούμε να δούμε ότι η εξέλιξη της εκπαίδευσης συμβαδίζει με την εξέλιξη της παραγωγής. Οι μέθοδοι δηλαδή, το περιεχόμενο και ο βαθμός εξάπλωσης των εκπαιδευτικών διαδικασιών ήταν πάντοτε η έκφραση των γενικών αναγκών του τρόπου παραγωγής κάθε κοινωνίας. Κάθε μεταβολή στον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, σηματοδοτεί και μεταβολή στο χαρακτήρα, το περιεχόμενο, το εύρος και ίσως και το φορέα υλοποίησης αυτής της διαδικασίας.

Συνοψίζοντας: η εκπαίδευση είναι μια πολύ συγκεκριμένη, δομημένη κι συστηματική διαδικασία, που αποτελεί απαραίτητο όρο για την εξασφάλιση των υλικών και ιδεολογικών όρων παραγωγής και αναπαραγωγής του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει την εκμάθηση ενός γνωστικού αντικειμένου (γενικών γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων) με χρησιμότητα στην παραγωγή αγαθών.

2) H εκπαίδευση στον καπιταλισμό

Σε όλα τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα η εκπαίδευση των κυρίαρχων τάξεων ήταν μια ιδιωτική υπόθεση, με φορέα τους ιδιωτικούς δασκάλους ή την Εκκλησία (στον Μεσαίωνα). Η γενική εκπαίδευση για τις υποτελείς τάξεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η πρακτική εκπαίδευση γινόταν εμπειρικά μέσα στην παραγωγή. Όπου γινόταν αναγκαία μια πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση, για τα ανώτερα δηλαδή στρώματα των τάξεων αυτών ή για τις ενδιάμεσες τάξεις (τεχνίτες, έμποροι), με εξαίρεση τους φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας (ιερείς), ήταν επίσης άμεσα συνδεδεμένη και ουσιαστικά κομμάτι της παραγωγής. Γινόταν με την μορφή της μαθητείας και δεν προηγούταν της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Οι λόγοι γι’ αυτή την κατάσταση ήταν οι εξής:

α) Ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής των προκαπιταλιστικών κοινωνιών ήταν η καλλιέργεια της γης, μια διαδικασία που δεν απαιτούσε ιδιαίτερη ειδίκευση και γινόταν εμπειρικά μέσα στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής. Το ίδιο ίσχυε και για την ειδίκευση των άλλων χειρωνακτών (τεχνιτών, εμπόρων) που η ειδίκευση τους στην ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης της, είχε τη μορφή σχολών μαθητείας μέσα στα ίδια τα εργαστήρια.

β) Οι παραγωγοί στις κοινωνίες αυτές δεν ήταν χωρισμένοι από τα μέσα παραγωγής (βρίσκονταν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στην κατοχή - έλεγχο τους) οπότε η εκπαίδευση τους γινόταν πάνω σε αυτά.

γ) Η έλλειψη γενικών γνώσεων, η αμάθεια ήταν το καταλληλότερο έδαφος για την επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας, μέσω των θρησκευτικών δοξασιών.

Η κυριαρχία όμως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει πρώτα και κύρια την απόσπαση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, την ιδιοποίηση των δεύτερων από τους καπιταλιστές και την υπαγωγή έτσι της εργασίας στο κεφάλαιο.

Συνεπάγεται επίσης την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης, που εφαρμόζεται στην βιομηχανική παραγωγή, απαιτώντας στο αρχικό στάδιο έναν ανώτερο βαθμό ειδίκευσης και γενικών γνώσεων από τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη της επιστήμης είναι μεν άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της παραγωγής, ωστόσο πρέπει να είναι διαχωρισμένη ως διαδικασία από αυτήν για να την εξυπηρετεί όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα.

Τέλος το καπιταλιστικό σύστημα μέσα από την εξέλιξή του δημιουργεί μια πολυάριθμη επαναστατική τάξη συγκεντρωμένη στις μεγάλες πόλεις, την εργατική τάξη, ενώ εξαθλιώνει παράλληλα μεγάλα τμήματα μικροαστών. Με αυτόν τον τρόπο θέτει τις βάσεις για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του από τις πλατιές λαϊκές μάζες και έτσι στην άρχουσα τάξη χρειάζεται ένας πιο σύνθετος τρόπος επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας, μέσα από ένα αναπτυγμένο εκπαιδευτικό σύστημα.

Όλα τα παραπάνω μας δίνουν συμπερασματικά και τα βασικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής εκπαίδευσης.

Στον πρώιμο καπιταλισμό, πλάι στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων που φοιτούσαν οι γόνοι της μεγαλοαστικής τάξης, όπως θα δούμε παρακάτω, η πιο διαδεδομένη μέθοδος εκπαίδευσης για το λαό, ήταν οι σχολές μαθητείας που λειτουργούσαν μέσα στα ίδια τα εργοστάσια. Έχουμε λοιπόν μια εκπαίδευση στενά συνδεδεμένη με την παραγωγή. Η ίδια η αστική τάξη με τις σχολές αυτές επωμιζόταν το κόστος της εκπαίδευσης των εργατών. Όσο όμως αναπτυσσόταν η τεχνολογία της παραγωγής (μέσω της εξέλιξης της επιστήμης στα πανεπιστήμια) τόσο περισσότερο η εργασία του εργάτη γινόταν απλούστερη και η μαθητεία δεν είχε αντικείμενο. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής και οι νέες μέθοδοι εντατικοποίησης της εργασίας αποξένωσαν εντελώς τον εργάτη από το σύνολο της παραγωγής.

Φτάνουμε στον «εργάτη - εξάρτημα της μηχανής» κατά τη ρήση του Μαρξ που βιδώνει μια βίδα μπροστά στην αλυσίδα παραγωγής, δηλαδή στην πλήρη υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στη «νεκρή» (1). Αυτός ο εργάτης δεν χρειάζεται ειδική εκπαίδευση για την εργασία του.

Παράλληλα, η ανάπτυξη του αστικού κράτους και των σύνθετων μηχανισμών του, χρειάζεται μια στρατιά σχετικά μορφωμένων υπαλλήλων που θα επανδρώσουν αυτό το μηχανισμό.

Mια τρίτη, αναγκαία λειτουργία της εκπαίδευσης είναι η επιμόρφωση των μεσαίων - ανώτερων και ανώτατων στελεχών των επιχειρήσεων, των «αξιωματικών της παραγωγής», κατά τον Μαρξ, που απαιτούν μια σχετικά επιστημονική κατάρτιση.

Τέλος, ο αποξενωμένος από τη συνολική επαφή με την παραγωγή εργάτης χρειάζεται μια εκπαίδευση που πάνω απ’ όλα θα επιτελεί τον ιδεολογικό της ρόλο, θα τον διαποτίζει με την κυρίαρχη μεταφυσική ιδεολογία και θα τον κρατάει μακριά από τα υλιστικά συμπεράσματα της επιστήμης.

Η εκπαίδευση λοιπόν στον καπιταλισμό θα έπρεπε να είναι μαζική, διαστρωματωμένη - ιεραρχική και κατανεμητική (να μοιράζει δηλαδή ρόλους στην παραγωγή και αναπαραγωγή).

Επίσης η απόσπαση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και η αποξένωση του από την ίδια την παραγωγική διαδικασία (που η γνώση για τη λειτουργία της στην ολότητα της και ο συνολικός της έλεγχος είναι προνόμιο του καπιταλιστή και των ανώτατων στελεχών στην παραγωγή, των «αξιωματικών» του) βάζει τις βάσεις για τον δομικό διαχωρισμό της εκπαίδευσης από την παραγωγή. Η εκπαίδευση δηλαδή χωροταξικά και ως περιεχόμενο, γίνεται έξω από την παραγωγική διαδικασία, φορέας της δεν είναι ο καπιταλιστής - ούτε ο ίδιος επιβαρύνεται με το κόστος της - και λειτουργεί ως μια παράλληλη διαδικασία συνεχούς ανατροφοδότησης και αναπαραγωγής της καπιταλιστικής παραγωγής και των σχέσεων της.

Έτσι το ρόλο του φορέα υλοποίησης αυτής της διαδικασίας αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος, που λειτουργεί ως συλλογικός καπιταλιστής (εξυπηρετώντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου ως σύνολο). Το ίδιο επωμίζεται και το κόστος της διαδικασίας (χρηματοδοτώντας την με την έμμεση απόσπαση υπεράξιας, τη φορολογία).

Το αντιπροσωπευτικότερο εκπαιδευτικό σύστημα για τον καπιταλισμό, είναι το τριμερές σύστημα που εφαρμόστηκε πρώτα στην Αγγλία, τη μητρόπολη του καπιταλισμού, το 1867, και έπειτα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Το τρίμερες σύστημα, δηλαδή ο χωρισμός σε κατώτερη, μέση και ανώτερη-ανωτάτη εκπαίδευση αποτελεί πιστή αντανάκλαση της ταξικής κοινωνίας στον καπιταλισμό.

Η κατώτερη εκπαίδευση (δημοτικό) είναι η βαθμίδα γενικής εκπαίδευσης των λαϊκών τάξεων, που εξοπλίζει στοιχειωδώς την εργατική τάξη για να μπει από νωρίς στην παραγωγή.

Η μέση εκπαίδευση αποτελεί μια πρώτη επαφή με τις επιστήμες και τις γενικές τους έννοιες. Εκεί εκπαιδεύονται τα μεσαία στρωματά, οι υπάλληλοι, τα κατώτερα στελέχη της παραγωγής και οι διοικητικοί υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού. Εκεί μπαίνουν και οι βάσεις για την απόκτηση ανώτερης και ανωτάτης εκπαίδευσης - επιστημονικής ειδίκευσης.

Τέλος στην ανώτερη-ανωτάτη εκπαίδευση παράγονται τα ανώτατα στελέχη της παραγωγής και του κράτους και η αστική ελίτ.

Παράλληλα βέβαια έχουμε και την ανάπτυξη και λειτουργία μια δεύτερης ταχύτητας εκπαιδευτικής διαδικασίας - της τεχνικής εκπαίδευσης, που έχει βέβαια και αυτή μια δική της διαστρωμάτωση (στην Ελλάδα, Επαγγελματικά Λύκεια – Επαγγελματικές Σχολές - ΤΕΙ). Σε αυτήν την εκπαίδευση που στην ουσία αποτελεί κατάρτιση, γίνεται μια κατώτερου επιπέδου (απ’ ότι στην ανωτάτη εκπαίδευση) σύνδεση με την παραγωγή και εδώ βρίσκει την πιο καθαρή του αντανάκλαση ο θεμελιώδης ταξικός καταμερισμός εργασίας ανάμεσα σε χειρωνακτική και πνευματική εργασία: ο θεωρητικός ερευνά, σχεδιάζει, ελέγχει και ο ειδικευμένος χειρωνάκτης μαθαίνει να εφαρμόζει.

Συνοπτικά λοιπόν:

Υποχρεωτικό σχολείο <-> χειρώνακτες-κατώτεροι υπάλληλοι
(1ο βάθμιο - 2ο βάθμιο - ΕΠΑΛ/ΕΠΑΣ)

Τεχνικές σχολές <-> στρώματα κατώτερων-μεσαίων στελεχών παραγωγής, τεχνολογικά ειδικευμένων

Ανώτατες σχολές <-> αστική ελίτ, ανώτατα στελέχη (2)


ΙΙ. ΑΣΤΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

3) Η επιστήμη κάτω από τις ασφυκτικές καπιταλιστικές σχέσεις
   
«Οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η σύγχρονη αστική κοινωνία, που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με το μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε. Εδώ και δεκάδες χρόνια, η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που αποτελούν τους όρους ύπαρξης της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της (…) Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές.» (Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος, Σελ. 32, εκδόσεις “Σύγχρονη Εποχή”)

Η επιστήμη είναι μια από τις σημαντικότερες παραγωγικές δυνάμεις που έφερε στο προσκήνιο ο καπιταλισμός. Συστηματικά αναπτύχθηκε μαζί με τον καπιταλισμό και στον ώριμο πια καπιταλισμό η υπαγωγή της στο κεφάλαιο, όπως και κάθε άλλης παραγωγικής δύναμης είναι σχεδόν πλήρης. Έτσι στο στάδιο του Ιμπεριαλισμού, του σύγχρονου παρηκμασμένου καπιταλισμού, η επιστήμη έχει φτάσει σε ένα τέτοιο βαθμό ανάπτυξης αταίριαστο με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η υπαγωγή της στο κεφάλαιο λοιπόν, μπαίνει εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της.

Όμως όσο η εργατική τάξη δεν απελευθερώνει τις παραγωγικές δυνάμεις από τις παρηκμασμένες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις το καπιταλιστικό σύστημα για να επιβιώσει θα καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις που το ίδιο δημιούργησε. Έτσι λοιπόν οι συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης πάνω στην επιστήμη είναι καταστροφικές. Η επιστήμη ασφυκτιά  μέσα στα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής!

Η επιστήμη έχει ως παραγωγική δύναμη τεράστια δυναμική. Αύξησε την παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας σε πρωτοφανή για ολόκληρη την ιστορία μεγέθη, απάλλαξε τον άνθρωπο από το σκοταδισμό, τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, βελτίωσε θεαματικά την ποιότητα αλλά και τη διάρκεια της ζωής του. Με λίγα λόγια έπαιξε και παίζει στην ιστορία πρωτοποριακό ρόλο για την κοινωνική εξέλιξη, είχε και έχει ευεργετικές επιπτώσεις για την ανθρωπότητα.

Ωστόσο, ακριβώς λόγω της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο, σήμερα που ο καπιταλισμός αδυνατεί να παίξει οποιονδήποτε προοδευτικό ρόλο, αυτή η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Η μονοπώληση της επιστήμης από το κεφάλαιο της προσδίδει έναν αντικοινωνικό χαρακτήρα, την εμποδίζει να αναπτυχθεί, την καταπιέζει.

Ενώ η ανάπτυξη της τεχνικής και της τεχνολογίας προχωράει ραγδαία, επιτρέποντας στην ανθρώπινη εργασία να έχει πολλαπλάσια αποδοτικότητα, η εργάσιμη ημέρα επιμηκύνεται, ο ρυθμός εργασίας εντατικοποιείται και ο βαθμός εκμετάλλευσης αυξάνεται. Έτσι αντί η τεχνολογία να βελτιώνει τις εργασιακές συνθήκες και τη ζωή του εργαζόμενου, τις επιδεινώνει. Παράλληλα, η τεχνολογία χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει μέσα αστυνόμευσης της ζωής μας (κάμερες, υποκλοπές κ.α.). Η ανάπτυξη της χημείας οδηγεί σε περιβαλλοντικές καταστροφές (τρύπα του όζοντος, βιο-συσσώρευση κλπ). Οι νέες παραγωγικές μέθοδοι και η βιομηχανική έρευνα δεν στοχεύουν στην βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, αλλά στην χειροτέρευση τους ώστε οι καταναλωτές να αναγκάζονται να αγοράζουν συνεχώς καινούργια, με την μέθοδο της «ενσωματωμένης αχρηστοποίησης». Τραγικότερο παράδειγμα, η χρήση των επιστημών για τη δημιουργία όπλων μαζικής καταστροφής!

Ο έλεγχος των μονοπωλίων ωστόσο, δεν αντιστρέφει μόνο τον κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης, αλλά εμποδίζει την ανάπτυξη της, αφήνοντας τεράστια αποθέματα γνώσης αναξιοποίητα, όταν αυτά δεν οδηγούν στην κερδοφορία! Η έρευνα για τις οικολογικές - εναλλακτικές μορφές ενέργειας είναι μηδενική, λόγω των συμφερόντων των πετρελαϊκών κολοσσών. Το ίδιο συμβαίνει με την έρευνα για τις ασθένειες – μάστιγες, την ίδια στιγμή που οι φαρμακευτικές εταιρίες ξοδεύουν τεράστια ποσά για αναβολικά και πιο εύγευστα παυσίπονα!

Η σπατάλη λοιπόν επιστημονικής - ερευνητικής εργασίας σε ήσσονος σημασίας αλλά υψηλής κερδοφορίας προϊόντα είναι τεράστια, με ερευνητικές ομάδες να εργάζονται συχνά για τον ίδιο σκοπό, μυστικά η μία από την άλλη για λόγους εμπορικού ανταγωνισμού, ενώ όλη αυτή η πολύτιμη ερευνητική προσπάθεια θα μπορούσε να γίνει συλλογικά και οι πόροι θα μπορούσαν να διατεθούν για κοινωνικούς σκοπούς!

Παράλληλα σε μια εποχή που η επιστήμη παίζει ρόλο - κλειδί στην καθημερινότητα, οι θρησκευτικές και δεισιδαιμονικές προλήψεις, ο μυστικισμός και οι μεταφυσικές αγυρτείες βρίσκονται στο απόγειο της επιρροής τους. Αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της υπαγωγής της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό, της αναγκαίας ιδεολογικής λειτουργίας της: να απομακρύνει το λαό από τα υλιστικά συμπεράσματα της επιστήμης! Ο Ιμπεριαλισμός λοιπόν δεν αποτελεί απλώς τροχοπέδη για την ανάπτυξη της επιστήμης, αλλά την μετατρέπει σε καταστροφικό όπλο ενάντια στην ανθρωπότητα!

Με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, επιδιώκεται η ακόμα στενότερη υπαγωγή των χώρων παραγωγής επιστήμης στο κεφάλαιο. Η έρευνα αναπροσανατολίζεται, ανάλογα με τις ανάγκες του, σε αντικοινωνικούς σκοπούς. Το βάρος που δίνεται στην εφαρμοσμένη έρευνα, με τον ταυτόχρονο εξοβελισμό της βασικής και την εντεινόμενη υπερ-ειδίκευση, απειλούν την ίδια την επιστημονική εξέλιξη! Ο παρασιτικός ρόλος του καπιταλισμού λοιπόν καταστρέφει την επιστήμη!

Η ανάγκη να απελευθερωθεί η επιστήμη από τα στενά όρια και τις ασφυκτικές πιέσεις του καπιταλισμού είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλιστικό σχεδιασμό των παραγωγικών δυνάμεων κάτω από κοινωνικό έλεγχο. Μόνο αν απελευθερωθεί η οικονομία και κατά συνέπεια η κοινωνία και η εκπαίδευση από τις παρασιτικές καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης θα αποκατασταθεί ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστήμης.

Οι ευεργετικές συνέπειες για την ανθρωπότητα θα ήταν τεράστιες αν όλες αυτές οι αναξιοποίητες επιστημονικές δυνατότητες, αυτές που αξιοποιούνται με λάθος τρόπο και όλοι οι πόροι που σπαταλιούνται άσκοπα, εντάσσονταν σε ένα πρόγραμμα σχεδιασμού κάτω από τον έλεγχο της κοινωνίας, δηλαδή τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο, στην κατεύθυνση της γενικής ευημερίας.

4) Γέννηση και εξέλιξη του αστικού πανεπιστήμιου

Το πανεπιστήμιο γεννιέται στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα μαζί με την εμβρυακή δημιουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γνωρίζει ωστόσο  τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και εξάπλωση του ως θεσμός μετά την αστική επανάσταση και την ουσιαστική εδραίωση του καπιταλισμού.

Τα πρώτα πανεπιστήμια στηρίχτηκαν στις εθελούσιες ενώσεις κεφαλαίων ιδιωτών - προοδευτικών αστών της εποχής. Απευθύνονταν μόνο στους γόνους εύπορων οικογενειών από διάφορες χώρες που είχαν την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθούν μαθήματα γι’ αυτό και αποτέλεσαν τις πρώτες διεθνικές κοινότητες. Οι πρώτες κατακτήσεις τους ήταν το άσυλο, δηλαδή η ελεύθερη από το κράτος και την εκκλησία διακίνηση ιδεών (της επαναστατικής τότε αστικής ιδεολογίας) και η αυτονομία.

Σε αυτό το πρώιμο πανεπιστήμιο η κύρια λειτουργία ήταν η ιδεολογική, καθώς η επιστήμη δεν έχε ακόμη, παρά μόνο σε εμβρυακό βαθμό συνδεθεί με την παραγωγή, δεν αποτελούσε δηλαδή παραγωγική δύναμη. Τα κύρια επαγγέλματα που παρήγαγε ήταν ελευθέρα επαγγέλματα (γιατροί, δικηγόροι). Αυτό αντανακλά τον επαναστατικό ρόλο των μεσοαστικών στρωμάτων στο συγκεκριμένο στάδιο του καπιταλισμού. Επομένως το πανεπιστήμιο παρήγαγε κυρίως την ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης και δευτερευόντως κάποιες κατηγόριες επαγγελμάτων (κατανεμητική λειτουργία), οι οποίες ήταν κυρίως εκτός του χώρου παραγωγής και εντός του χώρου αναπαραγωγής του αστικού συστήματος. Η υπαγωγή της επιστήμης στην παραγωγή σ’ αυτό το στάδιο ήταν έμμεση μόνο, μέσω δηλαδή της ιδεολογίας (η ουσιαστική ειδίκευση για την παραγωγή για τους εργαζόμενους σ’ αυτήν, γινόταν ακόμα στις σχολές μαθητείας).

Με την ανάπτυξη και εδραίωση του καπιταλισμού το τοπίο αλλάζει ριζικά για το πανεπιστήμιο. Έχουμε όπως είδαμε την εγκαθίδρυση του τριμερούς εκπαιδευτικού συστήματος, του οποίου το πανεπιστήμιο αποτελεί την κορυφή και τον άμεσο ανατροφοδότη σε περιεχόμενο και σε έμψυχο δυναμικό. Έχουμε την αυτοματοποίηση της παραγωγής, την επιστημονική οργάνωση της και άρα την άμεση υπαγωγή της επιστήμης στην παραγωγή μέσω της τεχνολογίας. Ενισχύεται ο κατανεμητικός ρόλος του πανεπιστημίου και εμφανίζεται ο παραγωγικός του ρόλος.

Εδώ είναι το σημείο καμπής, όπου το κράτος αναλαμβάνει άμεσα τη λειτουργία του πανεπιστημίου (ανεξαρτήτως αν τα ιδρύματα είναι ιδιωτικά ή δημόσια) και εξυπηρετεί έτσι άμεσα τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Έτσι καταργείται η ουσιαστική αυτονομία του πανεπιστημίου από την πολιτική εξουσία.

Ταυτόχρονα δίπλα στην ανώτατη εκπαίδευση εμφανίζεται η ανώτερη-τεχνική, εξυπηρετώντας τον καταμερισμό εργασίας (πνευματική-χειρωνακτική) με έναν άμεσο τρόπο, και απηχώντας την ανάγκη των επιχειρήσεων για εξειδικευμένο και αναλώσιμο στελεχιακό δυναμικό, χωρίς πλήρη επιστημονική ειδίκευση. Την ανάγκη δηλαδή οι επιστήμονες να υποκατασταθούν από τεχνολόγους εφαρμοστές που αποτελούν εξαρτήματα της μηχανής. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της όλο και αυξανόμενης δυνατότητας ενσωμάτωσης της πνευματικής εργασίας στο τελικό προϊόν και άρα, της υπαγωγής της για πρώτη φορά στη νεκρή εργασία.   

5)Τα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου

Το πανεπιστήμιο καταλαμβάνει την κορυφή του ιεραρχικού, τριμερούς συστήματος. Συμπυκνώνει, εμπεδώνει και αναπαράγει τον καπιταλιστικό διαχωρισμό πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Στόχος του είναι η πλατιά αναπαραγωγή των φορέων καπιταλιστικής εξουσίας, των στελεχών της παραγωγής και διοίκησης και βέβαια της πολιτικής και ιδεολογικής «ελίτ» του αστικού κράτους. Επίσης στόχος του είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης υπαγόμενης στο κεφαλαίο.

Συνοψίζοντας έχει τρεις λειτουργίες σε σχέση με την κοινωνία και την παραγωγή:
1) Παραγωγική λειτουργία
2) Κατανεμητική λειτουργία (μοίρασμα ρόλων στην παραγωγή και αναπαραγωγή)
3) Ιδεολογική λειτουργία

Φορέας της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν μπορεί παρά να είναι το κράτος ανεξάρτητα αν τα ιδρύματα είναι δημόσια η ιδιωτικά. Και αυτό γιατί το αστικό κράτος ως συλλογικός καπιταλιστής είναι το μόνο που μπορεί να προσδιορίσει και να εκφράσει το στρατηγικό συμφέρον της αστικής τάξης ως σύνολο, δηλαδή την διατήρηση και αναπαραγωγή του συστήματος.

Πρώτον, γιατί μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί την επιβολή της αστικής-εθνικής ιδεολογίας στους εργαζόμενους (κρατική εγγύηση της ιδεολογικής λειτουργίας). Δεύτερον, γιατί μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει το κόστος της βασικής επιστημονικής έρευνας. Το κόστος αυτής της έρευνας είναι μεγάλο από τη φύση του και ασύμφορο για τον ατομικό καπιταλιστή, γιατί δεν εξυπηρετεί άμεσα τις ανάγκες του, αντίθετα με την εφαρμοσμένη έρευνα. Ωστόσο, χωρίς βασική ερευνά δεν υπάρχει εφαρμοσμένη, δεν υπάρχει σε τελική ανάλυση επιστημονική εξέλιξη.

Τρίτον, μόνο το κράτος μπορεί να επιλύσει την αντίφαση ανάμεσα στον ατομικό καπιταλιστή και την αστική τάξη ως σύνολο, που εκφράζεται με τη αντίφαση ανάμεσα σε υπερειδίκευση και κινητικότητα. Δηλαδή, κάθε ατομικός καπιταλιστής θέλει το εργατικό δυναμικό πλήρως προσαρμοσμένο στις δικές του εργασιακές απαιτήσεις - υπερειδικευμένο στο δικό του αντικείμενο και την δικιά του τεχνολογία. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα μπλόκαρε την κινητικότητα των εργαζόμενων και μέσω αυτής τη συνολική καπιταλιστική αναπαραγωγή που απαιτεί το στρατηγικό, συλλογικό συμφέρον των καπιταλιστών ως τάξη.

Το πανεπιστήμιο λοιπόν παίζει για τον καπιταλισμό ρόλο κλειδί και ο χαρακτήρας του θα είναι πάντα ταξικός ακόμα και με την καλύτερη μορφή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όπως και κάθε άλλος ιδεολογικός μηχανισμός δεν αποτελεί πεδίο ταξικής σύγκρουσης, και δεν διαπερνάται από την ταξική πάλη. Αυτό γίνεται βέβαια κυρίως λόγω της, αυξημένης για μια ιστορική περίοδο, δυνατότητας πρόσβασης της εργατικής τάξης σε αυτό και αφετέρου λόγω της μαζικής προλεταριοποίησης του επιστημονικού - ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και των μικροαστικών στρωμάτων. Το φοιτητικό κίνημα αποτελεί έτσι έναν από τους βασικότερους εν δυνάμει σύμμαχους του εργατικού κινήματος.

6) Το μεταπολεμικό πανεπιστήμιο

Η πραγματικότητα αυτή όσον αφορά τον κατανεμητικό ρόλο και την ταξική διαστρωμάτωση της εκπαίδευσης, είχε αλλάξει σημαντικά στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο τις προηγούμενες δεκαετίες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου και συνεχίζει σε κάποιο βαθμό να παραμένει διαφορετική. Η μεταβολή αυτή συνίσταται στο ότι περισσότερα παιδιά εργατικών οικογενειών είχαν πρόσβαση στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης και το συνολικό μορφωτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων είχε ανέβει αισθητά, καθώς και η δυνατότητα για κοινωνική ανέλιξη.

Αυτή η μεταβολή οφείλεται στις επιπτώσεις της μακράς μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Δηλαδή:
Α) Στην εφαρμογή κεϋνσιανών πολιτικών κράτους πρόνοιας που οδήγησαν στη δωρεάν εκπαίδευση, αμβλύνοντας κάπως τους ταξικούς φραγμούς, σαν αποτέλεσμα των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος και της δυνατότητας του καπιταλισμού να κάνει στη βάση της οικονομικής ανάπτυξης, φιλεργατικές παραχωρήσεις.
Β) Στις αυξημένες ανάγκες σε επιστημονικά ειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό για την παραγωγή, ως αποτέλεσμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και της τεράστιας ανάπτυξης των υπηρεσιών.
Γ) Στην υψηλή απασχόληση λόγω της ανάπτυξης που εξασφάλιζε θέσεις εργασίας στο σύνολο σχεδόν των αποφοίτων.
Στην Ελλάδα ειδικότερα όλες αυτές οι τάσεις υπήρχαν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, λόγω του γεγονότος ότι η αποφασιστική μεταβολή της οικονομίας από αγροτική σε αστική, με κύρια έμφαση στις υπηρεσίες, πραγματοποιήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.

Ωστόσο το υφεσιακό κύμα που ακολούθησε, με άμεσες επιπτώσεις τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές και την εκ νέου ένταση των ταξικών φραγμών έχει «αποκαταστήσει» - ή πρόκειται να το κάνει - την αρχική κατάσταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια όλο και λιγότερα παιδιά εργατικών οικογενειών μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, όλο και λιγότεροι αποφοιτούν, όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουν ακόμα και την υποχρεωτική εκπαίδευση.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


(1) Η διαδικασία της παραγωγής στον καπιταλισμό αποτελεί ταυτόχρονα και διαδικασία αναπαραγωγής. Αναπαράγονται δηλαδή μέσα από την εργασία, η ίδια η εργασία και το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο λοιπόν αποτελεί μετασχηματισμένη εργασία, εφ’ όσον αναπαράγεται μέσω αυτής, ή αλλιώς κατά τον Μαρξ «νεκρή εργασία».

(2) Αυτό το σχεδιάγραμμα απεικονίζει το αρχικό πρότυπο λειτουργίας του τριμερούς συστήματος. Αυτός ήταν ο αρχικός στόχος της ανώτατης εκπαίδευσης. Βέβαια με την διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης και το άνοιγμα της στις κατώτερες τάξεις λόγω της μεταπολεμικής ανάπτυξης και των εργατικών αγώνων (βλ. Ενότητα ΙΙ, 4) αυτή η πραγματικότητα άλλαξε και η ανώτατη εκπαίδευση παράγει ακόμη και ανώτερα-ειδικευμένα εργατικά στρώματα, τη λεγόμενη «εργατική αριστοκρατία».


ΜΕΡΟΣ Β΄

Ι. Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


1) Ο χαρακτήρας της αντιμεταρρύθμισης

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά, παρακολουθούμε διαδοχικές μεταρρυθμίσεις σε όλο τον κορμό του εκπαιδευτικού συστήματος, σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι διαδοχικές και αλληλοσυμπληρούμενες αυτές αλλαγές έχουν ξεσηκώσει ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό δύναμης εντός και εκτός εκπαίδευσης, μεγαλύτερα ή μικρότερα κινήματα αντίστασης και αναταραχές. Αυτές οι αλλαγές έχουν αφενός μια ξεκάθαρα αντιδραστική κατεύθυνση, αφετέρου μια εσωτερική συνοχή και ομοιογένεια. Δεν εκφράζουν αφηρημένα συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, αλλά μια βαθύτερη αναγκαιότητα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες ιστορικής κρίσης και παρακμής να τροποποιήσει τους όρους και να εντείνει το βαθμό υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο. Απόδειξη γι΄ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι κέντρο ελέγχου και εγκέφαλος της όλης διαδικασίας είναι ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι διεθνείς οργανισμοί (ΠΟΕ, GATT, G8 κλπ.), ενώ εκτελεστές της είναι όχι μόνο νεοφιλελεύθερες, αλλά και “σοσιαλδημοκρατικές” ή “κεντροαριστερές” κυβερνήσεις. Ταυτόχρονα στην Ελλάδα, αποτελούν συνειδητή προσπάθεια του υπερχρεωμένου αστικού κράτους, να απαλλαγεί από τον μεγαλύτερο όγκο της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και να περιορίσει την χρηματοδότηση αυτή, στο ελάχιστο που απαιτείται για την διατήρησή του ως φορέας της εκπαίδευσης (για τους λόγους που εξηγήθηκαν στο ΜΕΡΟΣ Α', Ενότητα ΙΙ, 5).

Έχουμε έτσι, ένα πλήθος παραδειγμάτων τέτοιων αντιμεταρρυθμίσεων όπως η μεταρρύθμιση Κοντογιαννόπουλου το 1990-91 και η επόμενη του Αρσένη το ΄97 -΄98 για την μέση εκπαίδευση, τα νομοσχέδια της αξιολόγησης, η Δια Βίου Εκπαίδευση (ΙΔΒΕ) και ο Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ) το 2004 επί κυβέρνησης Σημίτη, και φυσικά από το 2006 κι έπειτα, η απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος και η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων – κολεγίων, οι «νόμοι–πλαίσια» (Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου) για τα ΑΕΙ-ΑΤΕΙ, οι συγχωνεύσεις και τα κλεισίματα Τμημάτων («Σχέδιο Αθηνά»), οι απολύσεις εργαζομένων στην ανώτατη εκπαίδευση και άλλα.

Κομβικό σημείο για την όλη διαδικασία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν η διακήρυξη των Ευρωπαίων Υπουργών Παιδείας στην Μπολόνια το 1999, που κωδικοποιεί και συστηματοποιεί τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις, δίνοντας οδηγίες και κατευθυντήρια πλάνα για την εφαρμογή τους.

2) Εκπαίδευση και καπιταλιστική κρίση

Όπως αναφέραμε παραπάνω, η εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση δεν αποτελεί απλά συγκεκριμένη πολιτική επιλογή που μπορεί να αποφευχθεί με τις κατάλληλες “προθέσεις”, αλλά αντανακλά μια βαθύτερη αναγκαιότητα του καπιταλιστικού συστήματος: την αναγκαιότητα για εύκολο και γρήγορο κέρδος σε μια περίοδο έλλειψης παραγωγικών επενδύσεων και ασφυκτικής πίεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Αυτή η αναγκαιότητα συνδέεται άρρηκτα με την αντιδραστική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, με στόχο την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και άρα την πτώση της τιμής της. Πρέπει λοιπόν να δούμε τις αντιδραστικές εκπαιδευτικές αλλαγές ως αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τις εργασιακές, αλλά και με το χαρακτήρα της περιόδου σε διεθνές επίπεδο.

Απόρροια της κορύφωσης της οικονομικής στασιμότητας που ακολούθησε την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και πολύ περισσότερο της δραματικής επιδείνωσης μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008, είναι και οι αντιδραστικές αλλαγές στην εκπαίδευση. Είναι αποτέλεσμα της όξυνσης της εκμετάλλευσης της εσωτερικής αγοράς, που σημαίνει την εκμετάλλευση των “αναξιοποίητων” πεδίων όπως είναι η εκπαίδευση , με σκοπό την κερδοφορία και το γκρέμισμα του «κράτους πρόνοιας», άρα και του δημόσιου - δωρεάν χαρακτήρα της.

Επίσης, οι νέες αντιδραστικές εκπαιδευτικές αλλαγές αντανακλούν τις νέες απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις που επιβάλλονται σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, είναι προϊόν της ανάγκης για στενότερη υπαγωγή της επιστήμης στις ανάγκες του κεφαλαίου και τέλος, το αποτέλεσμα της ανάγκης για αναβάθμιση του ιδεολογικού ρόλου της εκπαίδευσης.

3) Εκπαιδευτική και εργασιακή αντιμεταρρύθμιση

Η προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων στο νέο καπιταλιστικό περιβάλλον γίνεται σε δύο πυλώνες: την εκπαίδευση και την εργασία. Στον χώρο της εργασίας έχουμε την προσαρμογή του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού στις νέες σχέσεις (με μια σειρά νομοθετικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα: σπάσιμο του 8ώρου, κατάργηση Συλλογικών Συμβάσεων, κατάργηση μονιμότητας στο δημόσιο, οδηγία Μπόλκενσταϊν κ.α.), ενώ στο χώρο της εκπαίδευσης, την προσαρμογή του επερχόμενου εργατικού δυναμικού.

Στόχο και στις δύο περιπτώσεις αποτελεί το τρίπτυχο “ανταγωνιστικότητα- απασχολησιμότητα-κινητικότητα”, με βασικό άξονα την υπερ-ειδίκευση. Αυτό μεταφράζεται σε ένα φτηνό (“ανταγωνιστικό”), ευέλικτο (“κινητικό”), υπερειδικευμένο (“απασχολήσιμο”) εργατικό δυναμικό, προσαρμοσμένο στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων και χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα.

Η υπερ-ειδίκευση στο χώρο της εργασίας οδηγεί στην υπερ-ειδίκευση το χώρο της εκπαίδευσης, δηλαδή στον κατακερματισμό των γνωστικών αντικειμένων, στην κατάτμηση τμημάτων, στην κατηγοριοποίηση σε δυο κύκλους σπουδών κτλ. Ο στόχος είναι το φτηνό ημι-ειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό που θα βγει από τα πανεπιστήμια άμεσα εξαρτημένο από ένα περιορισμένο γνωστικό αντικείμενο και άρα από ένα εξίσου περιορισμένο επαγγελματικό αντικείμενο, ώστε να μην έχει πολλές απαιτήσεις και δικαιώματα, ενώ όταν το συγκεκριμένο αντικείμενο κορεστεί θα επανακαταρτίζεται με δικά του έξοδα (βλέπε Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης) ανάλογα με τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου (“κινητικότητα”).

Η τάση αυτή για υπερ-ειδίκευση είναι σύμφυτη με την παρούσα οικονομική φάση του καπιταλισμού. Ο Μαρξ εξήγησε ότι «κάθε οικονομική κρίση δημιουργεί τάσεις μεγαλύτερης εξειδίκευσης γα το υπάρχον επιστημονικά ειδικευμένο δυναμικό που οδηγεί σε περιθωριοποίηση ένα κομμάτι του, και από την άλλη τάσεις για την όλο και μεγαλύτερη αύξηση της ανειδίκευτης απασχόλησης». Μικρή απόσταση χωρίζει λοιπόν τον υπερ-ειδικευμένο αμόρφωτο από τον πλήρως ανειδίκευτο εργάτη (μεταβολή της σχέσης ανάμεσα σε ειδικευμένη - ανειδίκευτη εργασία), ακόμα και μισθολογικά.

Αυτό γίνεται γιατί στο κυνήγι του κέρδους εφαρμόζονται νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις και νέες πιο αποτελεσματικές μέθοδοι παραγωγής, που ενσωματώνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την διανοητική εργασία, απαιτώντας χειριστές της νέας τεχνολογίας που δεν χρειάζεται να την κατανοούν. Το περιθωριοποιημένο κομμάτι του επιστημονικού δυναμικού, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι συμπίπτει με τους σημερινούς άνεργους απόφοιτους πανεπιστημίων.

Η ανεργία λοιπόν τροφοδοτείται από την υπερ-ειδίκευση και η ίδια η εκπαίδευση οδηγεί στην ανεργία. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανεργία αποτελεί όχι μόνο αναπόφευκτο αλλά και αναγκαίο για τον καπιταλισμό φαινόμενο. Χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές για να πιέζει και να κρατά χαμηλά τους μισθούς και να καταργεί τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Δεν αποτελεί λοιπόν μια “παράπλευρη απώλεια”, αλλά έναν από τους βασικούς στόχους της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης, η παραγωγή στρατιών από ανέργους.

Το γεγονός αυτό από μόνο του, όπως και το γεγονός της μείωσης του επιστημονικού δυναμικού σε μια εποχή που η επιστήμη παίζει πρωταρχικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη καταδεικνύει τον βαθιά αντιδραστικό και παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.

Η εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση αγγίζει τους τρεις βασικούς ρόλους του πανεπιστημίου, τον παραγωγικό, τον κατανεμητικό και τον ιδεολογικό, με τρόπους που θα αναλύσουμε παρακάτω.


II. ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ


4) Υποχρηματοδότηση: η βάση της υποβάθμισης

Παρ’ όλο που η αύξηση της χρηματοδότησης στο 15% του κρατικού προϋπολογισμού αποτελεί πάγιο αίτημα του φοιτητικού και μαθητικού κινήματος και όλου του κόσμου της εκπαίδευσης, τα τελευταία χρόνια, η μείωση των δαπανών για την παιδεία αποτελεί μόνιμη τακτική των αστικών κυβερνήσεων. Η διαδικασία αυτή έχει φυσικά κορυφωθεί, έπειτα από την επιβολή των Μνημονίων και την συρρίκνωση των κρατικών δαπανών για κάθε “προνοιακό” σκοπό στο βωμό της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.

Έτσι, με τις αλλεπάλληλες μειώσεις των δαπανών, τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης έχουν φτάσει να υπολειτουργούν, αφού τα κονδύλια δεν καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Αυτό βέβαια έχει οδηγήσει αφενός στην υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχουν και αφετέρου στην ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών υπηρεσιών τους. Έτσι λοιπόν τα ερευνητικά προγράμματα με το μεγαλύτερο κόστος έχουν περικοπεί, η ποιότητα των συγγραμμάτων έχει υποβαθμιστεί όπως και οι συνθήκες διδασκαλίας, οι γραμματείες υπολειτουργούν ή και κλείνουν, οι ανάγκες σε διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό μένουν ακάλυπτες, ενώ πολλά ιδρύματα αντιμετωπίζουν ακόμη και προβλήματα καθαριότητας!

Ταυτόχρονα προωθούνται απολύσεις και ελαστικές μορφές εργασίας για το διοικητικό κυρίως προσωπικό τους, αλλά σταδιακά και για το διδακτικό-ερευνητικό, ιδιωτικοποιούνται οι υπηρεσίες της σίτισης αλλά και της στέγασης και της μεταφοράς, η έκδοση των συγγραμμάτων ανατίθεται σε ιδιώτες κλπ. Έτσι λοιπόν, η υποχρηματοδότηση δεν αποτελεί απλά μια άμεση υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της, όπως έχει γίνει με πολλές άλλες υπηρεσίες του δημοσίου. Ταυτόχρονα υποθάλπει φαινόμενα διαφθοράς, αφού πλέον τα πανεπιστήμια έχουν μπει σε διαδικασίες συναλλαγής με ιδιώτες επιχειρηματίες.

5) Αξιολόγηση: μηχανισμός υποταγής στις ανάγκες της αγοράς

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, το πανεπιστήμιο στα πλαίσια της αυτονομίας του, θεωρούταν ένας αυτό-αξιολογούμενος θεσμός. Αυτό έρχεται να αλλάξει με το νόμο του 2004 για την αξιολόγηση σύμφωνα με τις επιταγές της Μπολόνια. Εφαρμόζεται λοιπόν ένα σύστημα αξιολόγησης-πιστοποίησης, με βάση ένα διεθνώς «ενιαίο σύστημα πίστωσης και ανταλλαγής διδακτικών μονάδων». Υπεύθυνη είναι μια εξωτερική του πανεπιστημίου αρχή, η «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» με έντονη την παρουσία σε αυτή των παραγόντων του μεγάλου κεφαλαίου, όπως ο ΣΕΒ, και με μηδενική φοιτητική συμμετοχή.

Τα ιδρύματα θα αξιολογούνται με βάση αφενός την υλικοτεχνική υποδομή και την ποιότητα του προγράμματος σπουδών και αφετέρου με κριτήριο την απορρόφηση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας και την χρησιμότητα του αντικειμένου του ιδρύματος στην αγορά. Αναλόγως με την θέση που κατακτά κάθε ίδρυμα στην κλίμακα της αξιολόγησης, θα χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι τα ιδρύματα που αξιολογούνται ως «μέτρια» ή «κακά» θα ψάχνουν για χρηματοδότηση στην αγορά, από ιδιωτικό κεφάλαιο ή δίδακτρα. Η χρηματοδότηση λοιπόν λειτουργεί ως ένα μέσο πειθάρχησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής παραγωγής, για τον αναπροσανατολισμό τους στις άμεσες ανάγκες της αγοράς, με κριτήριο την άμεση πρακτική εφαρμογή και απόδοση για την μεγιστοποίηση του κέρδους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ότι όταν τα ιδρύματα υποχρηματοδοτούνται επί σειράν ετών, η αξιολόγηση τους δίνει τη χαριστική βολή για να πέσουν στην αγκαλιά του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια πίεση πειθάρχησης των διδασκόντων και ευρύτερα της ακαδημαϊκής κοινότητας στην κυρίαρχη ιδεολογία.

Παράλληλα, η επιβολή του συστήματος των πιστωτικών μονάδων διασπά το γνωστικό αντικείμενο και τον ενιαίο χαρακτήρα της επιστήμης, εξισώνει τα ελληνικά πτυχία με τα 3ετή «Βachelor» του εξωτερικού (στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η νομοθέτηση της οδηγίας της ΕΕ 89/48, ή Προεδρικό Διάταγμα 165/2000 «για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων μετά από 3ετείς μεταλυκειακές σπουδές στην ΕΕ») και διασπά τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, καθώς αυτοί δεν είναι πλέον απόφοιτοι ενός συγκεκριμένου αντικειμένου με αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά κάτοχοι ενός ατομικού φακέλου διδακτικών-πιστωτικών μονάδων και διαπραγματεύονται ατομικά με βάση αυτόν, με την εργοδοσία. Έτσι μακροπρόθεσμα αποδυναμώνονται οι συνδικαλιστικοί θεσμοί και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.

6) Ο νόμος για τα ΙΔΒΕ

Ο νόμος αυτός εισάγει την λειτουργία Ινστιτούτων Δια Βίου Εκπαίδευσης μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια. Η εγγενής όπως είπαμε πιο πάνω καπιταλιστική αντίφαση ειδίκευση-κινητικότητα, απαιτεί ως αντίβαρο για την εντεινόμενη υπερ-ειδίκευση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μια δυνατότητα επανειδίκευσης σε κάποιο άλλο αντικείμενο, αναλόγως με τις καινούριες κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου. Στο μέτρο δηλαδή που οι προπτυχιακές σπουδές υποβαθμίζονται στο επίπεδο της επαγγελματικής κατάρτισης, δημιουργείται ένα εργατικό δυναμικό άμεσα εξαρτημένο από το περιορισμένο αντικείμενο του, και την επιχείρηση που το απασχολεί. Έτσι λοιπόν για να εξυπηρετείται η κινητικότητα αυτού του δυναμικού, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα επανακατάρτισης του σε άλλο αντικείμενο ανάλογα με τις πρόσκαιρες ανάγκες του κεφαλαίου. Το κόστος βέβαια αυτής της διαδικασίας βαραίνει τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο εργαζόμενος κατ’ αυτό τον τρόπο μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο: υπερειδίκευση -ανεργία- επανακατάρτιση.

7) Ο νόμος για τον ΔΟΑΤΑΠ

Με το νόμο αυτό, ο παλιός διαπανεπιστημιακός οργανισμός ΔΙΚΑΤΣΑ που ήταν υπεύθυνος για την αναγνώριση και πιστοποίηση πτυχίων από εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού και την αντιστοίχηση τους με τα ισότιμα ελληνικά, αντικαταστάθηκε από έναν εξωπανεπιστημιακό θεσμό (ΔΟΑΤΑΠ). Το πρόβλημα είναι ότι με το νόμο αυτό καταργήθηκε η διάταξη του προηγούμενου που έλεγε ότι τα πτυχία που αναγνωρίζονται πρέπει να είναι ίσης διάρκειας σπουδών με τα αντίστοιχα ελληνικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώριση 3ετών «Βachelor» του εξωτερικού ως αντίστοιχα με τα ελληνικά πτυχία, 4ετών και 5ετών προπτυχιακών ετών, όπως και για την αναγνώριση τίτλων σπουδών από ΚΕΣ και ΙΕΚ αμφιβόλου ποιότητας. Αυτό συνιστά άμεση υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών, καθώς με αυτό τον τρόπο όχι μόνο αναγνωρίζονται πτυχία κατώτερης ποιότητας, αλλά πιέζονται και τα αντίστοιχα ελληνικά πανεπιστήμια να υποβαθμίσουν το πρόγραμμα σπουδών τους για να είναι ανταγωνιστικά. Ταυτόχρονα με την αναβάθμιση των τίτλων σπουδών από ΙΕΚ – ΚΕΣ ανοίγει έμμεσα η πόρτα της ανώτατης εκπαίδευσης στο ιδιωτικό κεφάλαιο.

8) Ο «νόμος – πλαίσιο» για τη λειτουργία των πανεπιστημίων: λειτουργική προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου

Ο «νόμος – πλαίσιο» Γιαννάκου που ψηφίστηκε το 2007 επί κυβέρνησης Καραμανλή, αποτέλεσε μια συνολικά αντιδραστική ρύθμιση που συμπυκνώνει το χαρακτήρα της αντιμεταρρύθμισης και επιβάλλει άμεσα στα ιδρύματα τη λειτουργική τους προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου. Από τότε, ψηφίστηκαν μια σειρά νέοι νόμοι («νόμος – πλαίσιο» Διαμαντοπούλου 2011, νόμοι Αρβανιτόπουλου 2012 και 2013) οι οποίοι κινούνται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση, αντανακλώντας ταυτόχρονα την ανάγκη του κεφαλαίου για πιο άμεση και βαθύτερη εφαρμογή της αντιμεταρρύθμισης, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Βασικοί άξονες – κατευθύνσεις των νόμων, είναι η επιχειρηματικότητα των ιδρυμάτων, η εντατικοποίηση των σπουδών και ο αυταρχισμός στο καθεστώς λειτουργίας τους.

Κατ’ αρχάς, προβλέπεται ότι η κρατική χρηματοδότηση παρέχεται με συμφωνία ανάμεσα στο Υπουργείο και τη διοίκηση του Ιδρύματος, στη βάση 4ετούς επιχειρηματικού προγράμματος. Παράλληλα προβλέπονται “συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης” που δεν είναι άλλες από το ιδιωτικό κεφάλαιο ή την επιβολή διδάκτρων. Αυτό βέβαια σε συνδυασμό με την αξιολόγηση που κατηγοριοποιεί τα Ιδρύματα ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς, οδηγεί στο παζάρεμα κονδυλίων με το κράτος, αλλά και με ιδιώτες μέσω της πώλησης ερευνητικών προγραμμάτων σε αυτούς. Έχουμε έτσι την επιβολή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα δημόσια πανεπιστήμια, αλλά και την άμεση υπαγωγή της έρευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου, με αρνητικές επιπτώσεις στον κοινωνικό της χαρακτήρα και στην ίδια την εξέλιξη της επιστήμης (αφού προωθείται η εφαρμοσμένη έρευνα εις βάρος της βασικής).

Επιπρόσθετα προβλέπεται η διοίκηση από τα «Συμβούλια Διοίκησης» στα οποία  συμμετέχουν “παράγοντες της αγοράς”, δηλαδή καπιταλιστές ή υπάλληλοί τους. Αυτά ελέγχουν τα οικονομικά και τα διοικητικά ζητήματα του Ιδρύματος και κατ΄ επέκταση ζωτικές λειτουργίες του όπως η έρευνα και η διδασκαλία με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα (παράλληλα, ένα μέρος της οικονομικής διαχείρισης - αυτό που δεν αφορά τα κονδύλια της κρατικής χρηματοδότησης - παραχωρείται σε ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου!). Έχουμε όμως έτσι, και την επιβολή διευθυντικού ελέγχου στο προσωπικό και συνολικά στα πανεπιστήμια, όπως στον ιδιωτικό τομέα (πράγμα που θίγει άμεσα το αυτοδιοίκητό τους).

Η βασική ακαδημαϊκή μονάδα δεν είναι πια το Τμήμα αλλά η Σχολή, και μόνο ο 1ος κύκλος σπουδών (2-3 χρόνια) είναι δωρεάν, ενώ ο φοιτητής θα διαλέγει μόνος του τα μαθήματα. Έτσι, οι απόφοιτοι θα έχουν λειψές γνώσεις, δεν θα έχουν συλλογικά εργασιακά δικαιώματα (αφού δεν υπάρχει ενιαίο πτυχίο) και θα είναι έρμαια του κάθε εργοδότη (βλ. αξιολόγηση - πιστωτικές μονάδες).

Επιπλέον με άλλα μέτρα όπως η κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων, τα «φοιτητοδάνεια» και οι ανταποδοτικές υποτροφίες καταργείται άμεσα η υποχρέωση της πολιτείας στη δημόσια-δωρεάν εκπαίδευση. Συγκεκριμένα οι φοιτητές έχουν δικαίωμα να διαλέξουν και να πάρουν δωρεάν ένα μόνο σύγγραμμα για κάθε μάθημα (που σταδιακά και αυτό θα αντικατασταθεί από το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αρχείο) πληρώνοντας για τα υπόλοιπα. Η υποχρέωση της πολιτείας για παροχή δωρεάν στέγασης και σίτισης στους οικονομικά ασθενέστερους αντικαθίσταται με την παροχή άτοκου φοιτητικού δανείου από συμβαλλόμενο τραπεζικό ίδρυμα το οποίο πρέπει να ξεπληρώσει ο φοιτητής σε ένα χρονικό διάστημα αφού βρει την πρώτη απασχόληση. Παράλληλα, θεσπίζονται ανταποδοτικές υποτροφίες, δηλαδή οι φοιτητές δουλεύουν απλήρωτοι για τα Ιδρύματα σε διοικητικές θέσεις και άλλες υπηρεσίες (γραμματείες κλπ) για να ξεπληρώσουν την υποτροφία τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο πέραν του γεγονότος ότι εκμεταλλεύονται αμισθί και εξ΄ ολοκλήρου τους φοιτητές, τους χρησιμοποιούν και για να πλήξουν τα εργασιακά δικαιώματα του διοικητικού προσωπικού.

Όσον αφορά την εντατικοποίηση των σπουδών, έχουμε την επιβολή ορίου φοίτησης (ν+2 χρόνια) και τις «αλυσίδες» μαθημάτων καθώς και την κατάργηση του δικαιώματος επανεξέτασης χωρίς όριο σε ένα μάθημα (μέχρι 3 φορές και μετά επαναλαμβάνεις όλο το ακαδημαϊκό έτος).  Η εντατικοποίηση έχει στόχο να προετοιμάσει τους μελλοντικούς εργαζόμενους για ένα εργασιακό μέλλον υψηλής εντατικοποίησης άρα και οικονομικής εκμετάλλευσης της εργατικής τους δύναμης. Παράλληλα, επιδιώκει να τους πειθαρχήσει και να επιβάλλει έτσι σ’ αυτούς την κυρίαρχη ιδεολογία και την μη πολιτική τους δραστηριότητα. Επιπλέον κατ’ αυτό τον τρόπο αποκλείονται άμεσα οι οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές που εργάζονται και κατά κανόνα είναι αυτοί που ξεπερνούν το χρονικό όριο φοίτησης. Ο λόγος είναι ότι δεν μπορούν να πληρώσουν δίδακτρα και έχουν αυξημένες ανάγκες σε σίτιση, στέγαση και μεταφορές και επομένως, θα είναι βάρος για τα ανταγωνιστικά Ιδρύματα.

Ο αυταρχισμός επιβάλλεται αφενός με την εντατικοποίηση (έμμεση ιδεολογική πειθάρχηση) αφετέρου με μέτρα όπως η οριστική κατάργηση του ασύλου και ο περιορισμός της φοιτητικής εκπροσώπησης (οι εκπρόσωποι των φοιτητών στα διάφορα συμβούλια διοίκησης, φοιτητικής μέριμνας, συμβούλια σπουδών κλπ. -  θα εκλέγονται με ειδικές εκλογές που θα γίνονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο και δικαίωμα ψήφου θα έχουν μόνον όσοι ορίζονται ως “ενεργοί φοιτητές”). Αυτά τα μέτρα στοχεύουν στην κατάργηση του φοιτητικού συνδικαλισμού (αλλά και του συνδικαλισμού των καθηγητών δευτερευόντως) και μέσω αυτής στην πλήρη πειθάρχηση των φοιτητών.

Τέλος, πρέπει  να σημειώσουμε ότι με την πώληση ερευνητικών προγραμμάτων, εισάγεται άμεσα η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας στο πανεπιστήμιο, αφού μια μερίδα μεγαλοκαθηγητών πουλάνε ερευνητικά προγράμματα σε επιχειρήσεις, ενώ οι υπόλοιποι δουλεύουν γι’ αυτούς με χαμηλές απολαβές και υφιστάμενοι διευθυντικό έλεγχο, αλλά και οι φοιτητές μετατρέπονται σε άμισθο επιστημονικό προλεταριάτο αποτελώντας άτυπα το ερευνητικό προσωπικό των επιχειρήσεων. Συνοπτικά, το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό παραγωγής επιστημονικού, υπερειδικευμένου προλεταριάτου.

9) Η ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η αναγνώριση των ιδιωτικών κολεγίων (ΚΕΣ - ΙΕΚ)

Η αναγνώριση των τίτλων σπουδών των ιδιωτικών ΚΕΣ και ΙΕΚ ως πανεπιστημιακοί τίτλοι στα πλαίσια του ΔΟΑΤΑΠ, αποτελεί την ουσιαστική αναγνώριση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μετά την αποτυχημένη - χάρη στην μαζική κινητοποίηση του φοιτητικού κινήματος και του κόσμου της εκπαίδευσης συνολικά - απόπειρα αναθεώρησης του άρθρο 16 του Συντάγματος, το 2006. Τόσο με αυτήν όσο και με την συνολική προσπάθεια για την καθιέρωση των ιδιωτικών σχολών, επιχειρείται η δημιουργία μιας μικρής ομάδας δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων που απευθύνονται στην αστική ελίτ, μιας ομάδας υποβαθμισμένων ιδιωτικών ιδρυμάτων που θα αποτελούν ταυτόχρονα μοχλό πίεσης για την υποβάθμιση της πλειοψηφίας των δημοσίων, την “ανταγωνιστική” τους λειτουργία και την περικοπή του δημόσιου χαρακτήρα τους (με δίδακτρα, χωρίς δωρεάν συγγράμματα κλπ.) και ενισχύει τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ τους που περιγράψαμε παραπάνω. Αναδιοργανώνονται ο παραγωγικός, ο κατανεμητικός αλλά και ο ιδεολογικός ρόλος του πανεπιστημίου σε μια αντιδραστική κατεύθυνση. Εισάγονται νέοι εντονότεροι ταξικοί φραγμοί και αποτυπώνεται ο αρνητικό ταξικός συσχετισμός δύναμης εις βάρος τα εργατικής τάξης που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

10) Συγχωνεύσεις και κλεισίματα Σχολών - «Σχέδιο Αθηνά»

Το «Σχέδιο Αθηνά» που ψηφίστηκε το 2013, αποτελεί άλλο ένα τμήμα της απόπειρας να “αναχαιτιστεί” το δημόσιο χρέος μέσα από σκληρές περικοπές σε βάρος και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης υπέρ των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων που προβλέπει, είναι πως μια σειρά σχολές και τμήματα είναι “χαμηλής ζήτησης” από τους υποψήφιους φοιτητές, χαμηλής “παραγωγής” πτυχιούχων και συγγενή ως προς το γνωστικό αντικείμενο. Είναι αλήθεια ότι στα πλαίσια του καπιταλισμού, όπου η εκπαίδευση δομείται και λειτουργεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του διεφθαρμένου και γραφειοκρατικού αστικού κράτους, πολλά από τα τμήματα και τις σχολές που υπάρχουν σήμερα αλληλεπικαλύπτονται, ενώ άλλα δεν έχουν ουσιαστικά κάποιο επιστημονικό περιεχόμενο, αλλά έχουν ιδρυθεί για να εξασφαλίζουν προνόμια σε καλοπληρωμένους κρατικούς γραφειοκράτες ή μεγαλοκαθηγητές κλπ. Φυσικά, η ανάγκη για αλλαγή αυτής της κατάστασης δεν αποτελεί παρά ένα πρόσχημα, καθώς οι πραγματικοί στόχοι του «Σχεδίου Αθηνά» είναι διαφορετικοί.

Σύμφωνα με το σχέδιο «Αθηνά», ο νέος «χάρτης» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνει 7 λιγότερα Ιδρύματα και 147 λιγότερα Τμήματα. Άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η αναγκαστική μετεγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων φοιτητών. Ακόμα, θα επιφέρει άμεσα τη δραστική μείωση των εισακτέων. Την ίδια στιγμή, τα μέλη του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού θα αναγκαστούν να μετεγκατασταθούν κατά εκατοντάδες και βέβαια, δε χωράει αμφιβολία πως συνέπεια των συγχωνεύσεων θα είναι οι νέες απολύσεις και η ακόμα μεγαλύτερη μείωση των προσλήψεων στα πανεπιστήμια.

Κριτήριο για τις συγχωνεύσεις δεν αποτελεί γενικά το γνωστικό αντικείμενο των Τμημάτων, αλλά συγκεκριμένα το αν αυτό μπορεί να αποτελέσει πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας για το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό είναι ξεκάθαρο από το ότι τα Τμήματα που εκ φύσεως δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι τέτοιο είναι και τα μεγαλύτερα «θύματα» των συγχωνεύσεων.

Το «Σχέδιο Αθηνά» αποτελεί επομένως, μια προσπάθεια να μειωθεί δραστικά η κρατική χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, να μειωθούν οι εισακτέοι ως μια απόπειρα ακύρωσης του μαζικού χαρακτήρα του μεταπολεμικού πανεπιστημίου καθώς και να ενταθεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πανεπιστήμια για την αστική ελίτ (με υψηλές υποδομές και χρηματοδότηση) και υποβαθμισμένες σχολές για τους όλο και  μειούμενους σε αριθμό φοιτητές που θα προέρχονται από εργατικές και φτωχές λαϊκές οικογένειες (με κακές υποδομές, “υπερπληθυσμό” φοιτητών και μικρό αριθμό διδακτικού και διοικητικού προσωπικού). 


ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙ-ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ


Μπορούμε συνοπτικά να πούμε, με βάση την παραπάνω ανάλυση, ότι οι γενικές κατευθύνσεις της αναδιάρθρωσης είναι οι εξής:
Α) Η πληρέστερη και συνολικότερη υπαγωγή της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης (και συνακόλουθα της εκπαίδευσης) στο κεφάλαιο και συγκεκριμένα στις μεσοπρόθεσμες ανάγκες και συμφέροντα του.
Β) Η υποταγή της εκπαίδευσης ως αναπαραγωγικής διαδικασίας (δηλ. ως διαδικασίας παραγωγής εργαζομένων) στις μεσοπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς, σε πλήρη αντιστοιχία με την εργασιακή αναδιάρθρωση, δηλαδή με την εισαγωγή ελαστικών μορφών εργασίας- σπασμένων εργασιακών δικαιωμάτων - υπερειδίκευσης και με συνολικό στόχο την πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Γ) Η ενίσχυση σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση (αξιωματικοί της παραγωγής) του κατανεμητικού ρόλου του πανεπιστημίου με την ένταση των ταξικών φραγμών.
Δ) η προώθηση ενός οξυμένου καταμερισμού εργασίας μεταξύ ιδρυμάτων με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο ή και τριών ταχυτήτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (επιστημονική ελίτ - τεχνολόγοι εφαρμοστές - επαγγελματική κατάρτιση)
Ε) Το άνοιγμα νέας κερδοφόρας διεξόδου στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στο παρθένο επενδυτικό πεδίο της εκπαίδευσης.
Πέρα όμως από τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις μπορούμε να διακρίνουμε και «παράπλευρες» συνακόλουθες επιπτώσεις όπως:
Α) Εισαγωγή της βασικής αντίθεσης κεφάλαιο- εργασία με άμεσο τρόπο στο πανεπιστήμιο
Β) Μετατόπιση του βάρους στη σχέση βασικής- εφαρμοσμένης έρευνας προς την εφαρμοσμένη με συνολικότερες αρνητικές επιπτώσεις στην επιστημονική εξέλιξη και βέβαια πλήρη απώλεια του κοινωνικού χαρακτήρα της έρευνας-επιστήμης.
Γ) Απώλεια συνολικά του κοινωνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης
Δ) Μεταβολή της σχέσης ειδικευμένης- απλής εργασίας και συνακόλουθη πτώση της τιμής και των δύο με αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.


ΜΕΡΟΣ Γ΄

Ι. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΡΞΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


Οι επαναστάτες μαρξιστές, απέναντι στην καπιταλιστική αντιμεταρρύθμιση, αντιτάσσουν ένα πρόγραμμα πάλης που έχει ως στόχο να θέσει την εκπαίδευση στην υπηρεσία των αναγκών και των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού και συνδέει την πάλη για καλύτερη δημόσια και δωρεάν παιδεία, με την πάλη για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Η σημερινή εκπαίδευση υπάρχει για να υπηρετεί και να αναπαράγει τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και να διαποτίζει τους εκμεταλλευόμενους με την κυρίαρχη ιδεολογία. Είναι ένας μηχανισμός του αστικού κράτους που υπηρετεί την διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτή την έννοια λοιπόν η τοποθέτηση των ρεφορμιστών που περιορίζουν το πρόγραμμα και τις διακηρύξεις τους για την εκπαίδευση, στη διεκδίκηση μιας «πιο δημοκρατικής παιδείας», «μιας παιδείας ίσων ευκαιριών», είτε και μιας «δημόσιας και δωρεάν παιδείας για όλους» ή μιας «λαϊκής παιδείας» είναι εντελώς λανθασμένη. Δεν μπορεί να υπάρξει ούτε “δημοκρατική”, ούτε “λαϊκή” εκπαίδευση στον καπιταλισμό και αυτό πρέπει να γίνεται ξεκάθαρο στη συνείδηση κάθε αγωνιστή του φοιτητικού κινήματος. Η σημερινή εκπαίδευση είναι στοιχείο του σημερινού εποικοδομήματος και δεν μπορεί να αλλάξει όσο δεν αλλάζει ριζικά η καπιταλιστική του βάση. Το σύνθημα της «Δημόσιας Δωρεάν Παιδείας» έχει νόημα μόνο αν χρησιμοποιείται ως μεταβατικό, άρρηκτα δεμένο με μια σειρά άλλων αιτημάτων που κατευθύνονται ενάντια στα ίδια τα θεμέλια του καπιταλισμού.

Η ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού μηχανισμού, δομικά διαχωρισμένου από την παραγωγή, ιεραρχικά δομημένου, που παράγει και αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, αποτελεί εμπόδιο για τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αποτελεί όργανο ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, δίπλα στο στρατό, την αστυνομία, την Εκκλησία και τα άλλα μέσα υλικής ή ιδεολογικής καταστολής. Ακόμη και μετά την ανατροπή του καπιταλισμού, αν μείνει ανέγγιχτος ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, θα αποτελεί όπλο στα χέρια της αντεπανάστασης, μια ανοιχτή πληγή στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς θα αναπαράγει αστικές αντιλήψεις και ιεραρχικές δομές.

Έτσι λοιπόν είναι καθήκον της εργατικής τάξης η κατάργηση του καπιταλιστικού εκπαιδευτικού συστήματος, μαζί με το γκρέμισμα του υπόλοιπου αστικού κράτους και η αντικατάσταση του από ένα ριζικά διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα, στα πλαίσια ενός ριζικά διαφορετικού κράτους βασισμένου στην εργατική δημοκρατία. Βασικό χαρακτηριστικό ενός τέτοιου εκπαιδευτικού συστήματος θα είναι η ένωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την παραγωγή και η δημοκρατική λειτουργία, η λειτουργία δηλαδή κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, με αιρετούς και άμεσα ανακλητούς αντιπροσώπους στη διοίκηση.

Ένας τέτοιος στρατηγικός στόχος βέβαια δεν μπορεί παρά να τεθεί μαζί με την προλεταριακή επανάσταση. Ωστόσο ο στρατηγικός αυτός στόχος δεν μπορεί να προβάλλεται ξεκομμένος και ανταγωνιστικός ως προς τις σημερινές διεκδικήσεις του φοιτητικού κινήματος. Πρέπει να γεφυρώνεται με αυτές στη βάση της κατανόησης ότι αποτελεί την προϋπόθεση για την πλήρη και σταθερή κατάκτησή όλων των ζωτικών διεκδικήσεων του σήμερα.

Στηρίζουμε κάθε διεκδίκηση για μια πιο δημοκρατική, πιο δίκαιη παιδεία, χωρίς ταξικούς φραγμούς, όμως τονίζουμε πως μια τέτοια παιδεία δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά μόνο με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, στον οποίο τον αποφασιστικότερο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει μόνο το κίνημα της εργατικής τάξης. Γι΄ αυτό οι πρωτοπόροι αγωνιστές του φοιτητικού κινήματος στον αγώνα για μια αναβαθμισμένη εκπαίδευση χωρίς ταξικούς φραγμούς πρέπει να αγωνιστούν χέρι – χέρι με την εργατική τάξη. 


ΙΙ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΛΗΣ


Το βασικό χαρακτηριστικό των ηγεσιών των ρεφορμιστών είναι ότι όπως και στους άλλους κοινωνικούς χώρους, έτσι και στο Πανεπιστήμιο, θέτουν αιτήματα και στόχους πάλης που δεν συνδέονται με το στρατηγικό στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, παραμερίζοντας τον ή μεταθέτοντάς τον σε ένα απώτερο μέλλον. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό εκφράζεται με μια αντίληψη minimum και maximum προγράμματος, που το ένα περιλαμβάνει επί μέρους διεκδικήσεις ανάλογα με τη συγκυρία και το άλλο (εάν υπάρχει), το όραμα της σοσιαλιστικής εκπαίδευσης, χωρίς να υπάρχει καμία σύνδεση ανάμεσα στα δύο στάδια.

Ασφαλώς είναι αναγκαίο να παλεύουμε για νίκες μέσα σ’ αυτό το σύστημα, νίκες που θα βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής, εργασίας, εκπαίδευσης κλπ. και θα δώσουν αυτοπεποίθηση. Είναι όμως ταυτόχρονα αναγκαίο να μην σπέρνουμε αυταπάτες για το χαρακτήρα αυτών των νικών. Να ξεκαθαρίζουμε ότι κάθε επιμέρους νίκη είναι προσωρινή μέσα στον καπιταλισμό και ότι μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και την αφαίρεση της εξουσίας από την άρχουσα τάξη. Πρέπει ακόμα, να τονίζουμε αυτό που η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έχει επιβεβαιώσει ατράνταχτα: σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, η δυνατότητα ακόμα και για τέτοιες, προσωρινού χαρακτήρα νίκες, είναι μηδαμινή καθώς οι καπιταλιστές και το αστικό κράτος έχουν λιγότερο από ποτέ τη διάθεση για οικονομικές ή άλλες παραχωρήσεις.

Το όπλο μας στον αγώνα είναι ένα μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικήσεων. Βασικό χαρακτηριστικό ενός τέτοιου προγράμματος, είναι το ότι τα αιτήματα που περιλαμβάνει αν και είναι ζωτικά και μπορούν να υλοποιηθούν σήμερα με βάση το παρόν επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, δεν μπορούν να κατακτηθούν συνολικά και σταθερά παρά μόνο σε σύγκρουση με την ουσία του υφιστάμενου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού. Μέσα από τον αγώνα για αυτό το πρόγραμμα οι αγωνιζόμενοι αντιλαμβάνονται ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι εκείνο που εμποδίζει την επίλυση των βασικών τους προβλημάτων και είναι ασύμβατο με τις  ανάγκες τους, άρα και άχρηστο.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης για το φοιτητικό κίνημα πρέπει να ξεκινάει από τα άμεσα προβλήματα στις σημερινές συνθήκες.

Έτσι πρώτα απ’ όλα πρέπει να παλέψουμε:
 
1) Ενάντια στην εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση

-Όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση
-Κατάργηση του «νόμου-πλαίσιο» λειτουργίας των πανεπιστημίων
-Κατάργηση των νόμων για την αξιολόγηση, τα ΙΔΒΕ, τον ΔΟΑΤΑΠ
-Κατάργηση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ)

2) Άμεσος διπλασιασμός των κρατικών δαπανών για την Παιδεία

-Καμία ιδιωτική χρηματοδότηση
-Κάλυψη των υλικοτεχνικών αναγκών κάθε ιδρύματος
-Χρηματοδότηση των περιφερειακών υπηρεσιών (σίτιση, στέγαση, μεταφορές, τυπογραφεία κλπ.) μόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό και να τεθούν όλες στην υπηρεσία του πανεπιστημίου, κρατικοποίηση όσων έχουν ιδιωτικοποιηθεί
-Άμεση κάλυψη όλων των κενών διδακτικών θέσεων - μόνιμη και σταθερή απασχόληση για όλα τα μέλη ΔΕΠ - λιγότεροι φοιτητές ανά διδάσκοντα
-Κάλυψη όλων των θέσεων διοικητικού, τεχνικού κλπ προσωπικού από πλήρους και σταθερής απασχόλησης υπαλλήλους του ιδρύματος - όχι στις ελαστικές σχέσεις εργασίας, να επαναπροσληφθούν όσοι έχουν απολυθεί - τεθεί σε διαθεσιμότητα

Η αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία πρέπει να μπαίνει με τη λογική της κινητής κλίμακας χρηματοδότησης, δηλαδή ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες των ιδρυμάτων, γιατί ο σημερινός διπλασιασμός των δαπανών μπορεί να μην αρκεί αύριο για την κάλυψη τους. Χρήματα μπορούν να βρεθούν από τη διαγραφή του δημόσιου χρέους, τη δραστική περικοπή των στρατιωτικών δαπανών και των δαπανών για τα σώματα ασφαλείας, τη βαριά φορολογία του κεφαλαίου, την πάταξη της φοροδιαφυγής, την κοινωνικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και των επιχειρήσεων που κλείνουν αφήνοντας χρέη και ανεργία.

3) Ενιαίος κρατικός φορέας σχεδιασμού της Παιδείας κάτω από φοιτητικό και εργατικό έλεγχο

Η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης είναι ο βασικός μοχλός ελέγχου της από το κεφάλαιο και το αστικό κράτος, και επιβολής της στρατηγικής της άρχουσας τάξης. Η λεγόμενη αυτοτέλεια των πανεπιστημίων δεν είναι παρά συγκεκαλυμμένη δικτατορία του κεφαλαίου και του αστικού κράτους. Η διοίκηση των ιδρυμάτων δεν παίζει παρά εκτελεστικό ρόλο, ενώ τον πραγματικό έλεγχο έχει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, με το νομοθετικό πλαίσιο που επιβάλλει και τον έλεγχο της χρηματοδότησης.

Η εκπαίδευση πρέπει να περάσει κάτω από των έλεγχο του εργαζόμενου λαού, να υπηρετεί τις ανάγκες του και τους στόχους της χειραφέτησής του και της ανόρθωσης του βιοτικού και πολιτισμικού του επιπέδου. Αποκλειστικός χρηματοδότης των Πανεπιστημίων πρέπει να είναι το κράτος. Πρέπει ωστόσο τον έλεγχο της χρηματοδότησης και το συνολικό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας να αναλάβει ένας φορέας που θα ελέγχεται από τους εργαζόμενους και τους φοιτητές και εκπαιδευτικούς και θα εκφράζει τη θέληση τους. Θα διοικείται από μια εθνική επιτροπή σχεδιασμού, εκλεγμένη και ανακλητή, που θα αποτελείται από 1/3 εκπροσώπους της κυβέρνησης, 1/3 συνδικάτα και επιστημονικούς φορείς και 1/3 φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενους στα πανεπιστήμια. Το κριτήριο του σχεδιασμού πρέπει να είναι η υπηρέτηση των αναγκών της εργαζόμενης κοινωνίας και η προαγωγή της επιστήμης.

Οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων και των φοιτητών θα πρέπει να εκλέγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, να είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και να λογοδοτούν στη βάση των φορέων που τους εξέλεξαν (συνδικάτα, φοιτητικοί σύλλογοι, επιστημονικοί φορείς). Επίσης πρέπει να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια στις αποφάσεις του συμβουλίου (να δημοσιοποιούνται σε όλα τα ιδρύματα, τα σχολεία και τον τύπο).

Ο φορέας αυτός θα αναλαμβάνει το σχεδιασμό και τον έλεγχο της χρηματοδότησης βγάζοντας γενικά κατευθυντήρια πλάνα σε συνεργασία με την διοίκηση των ιδρυμάτων (δες 9) , που θα αναλαμβάνουν την εξειδίκευση τους ανά ίδρυμα.

4) Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση χωρίς ταξικούς φραγμούς

-Δωρεάν σίτιση-στέγαση-μεταφορές για όλους τους φοιτητές. Ανέγερση νέων εστιών που να καλύπτουν τις ανάγκες, με κρατική χρηματοδότηση.
-Δωρεάν συγγράμματα για όλους τους φοιτητές. Τα συγγράμματα αυτά να εκδίδονται από πανεπιστημιακά τυπογραφεία και με τον έλεγχο του πανεπιστημίου.
-Υποτροφίες στους φοιτητές με πολύ χαμηλό εισόδημα, που να καλύπτουν όλα τα έξοδα σπουδών.
-Αύξηση του ορίου απουσιών για τους εργαζόμενους φοιτητές.

5) Ελεύθερη εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Οι εισαγωγικές πανελλήνιες εξετάσεις αποτελούν απροσπέλαστο ταξικό φραγμό. Η κατάργηση τους θα ανοίξει τις πύλες του πανεπιστημίου στα παιδιά των κατώτερων τάξεων, ανάλογα με το αντικείμενο σπουδών που θέλουν να ακολουθήσουν και την κλίση τους. Ταυτόχρονα έτσι το Λύκειο θα αποσυνδεθεί από τις εισαγωγικές εξετάσεις και θα γίνει αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα με σκοπό την ολόπλευρη γενική μόρφωση. Τέλος, με αυτό τον τρόπο η εκπαίδευση θα γίνει προσβάσιμη και για τους εργαζόμενους κάθε ηλικίας.

6) Αντικατάσταση του εξετασιοκεντρικού συστήματος με ομαδικές και ατομικές απαλλακτικές εργασίες

Το εξετασιοκεντρικό σύστημα σε οποιαδήποτε έκφανση του αποτελεί ταξικό φραγμό, παράγοντα εντατικοποίησης των σπουδών, αλλά είναι και αντιεπιστημονικό, καθώς προωθεί την στείρα αποστήθιση αντί για την ενεργητική συμμετοχή στη γνώση. Αναπαράγει την αντίθεση διδάσκοντος-διδασκόμενου και τις σχέσεις εξουσίας.

Είναι αναγκαίο λοιπόν για να οδηγηθούμε στην κατάργηση κάθε ταξικού φραγμού, να εξαλειφθεί η εντατικοποίηση των σπουδών και οι εξετάσεις. Οι εργασίες συμβάλλουν στην καλύτερη επαφή του φοιτητή με το αντικείμενο και την επιστημονική μέθοδο της έρευνας. Συμβάλλουν στην ολόπλευρη μόρφωση και εφ’ όσον είναι ομαδικές προωθούν την συνεργασία αντί του ανταγωνισμού. Προωθείται κατ’ αυτό τον τρόπο η ενεργητική συμμετοχή στην διαδικασία της μόρφωσης και καταργείται η καθηγητική εξουσία.

7) Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση - Όχι στις κατατμήσεις - Ένα πτυχίο ανά γνωστικό αντικείμενο - Αναμόρφωση σπουδών - Αναπροσανατολισμός της έρευνας

Η ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση σημαίνει την κατάργηση της ταξικής διάκρισης θεωρητικών επιστημόνων και τεχνολόγων εφαρμοστών που εκφράζεται με το διπλό δίκτυο ΑΕΙ - ΑΤΕΙ, βάζοντας τις βάσεις για την μελλοντική κατάργηση του ταξικού καταμερισμού πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας. Ταυτόχρονα, σημαίνει αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών ενάντια στις αντιεπιστημονικές κατατμήσεις και την υπερειδίκευση. Τα τμήματα που διδάσκουν αποσπασμένα κομμάτια του ίδιου γνωστικού αντικειμένου πρέπει να συνενωθούν όπως και τα αντίστοιχα ΑΤΕΙ. Κάθε γνωστικό αντικείμενο πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα πτυχίο. Η έρευνα πρέπει να αναπροσανατολιστεί: με κρατική χρηματοδότηση, με επιστημονικά και κοινωνικά κριτήρια. Βασική και εφαρμοσμένη έρευνα για όλα τα ιδρύματα (και με συνεργασία ιδρυμάτων) αναλόγως με τις επιστημονικές ανάγκες και έρευνα με κοινωνική χρησιμότητα (φτηνά εμβόλια, έρευνα για τον καρκίνο, για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας κλπ). Όλοι οι φοιτητές, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί να συμμετέχουν στην έρευνα για να εμβαθύνουν όλοι στο αντικείμενο τους.

Αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στη βάση της διδασκαλίας όλων των ιδεολογικών ρευμάτων στις κοινωνικές επιστήμες, και όλων των επιστημονικών απόψεων στις θετικές. Με αυτό τον τρόπο θα κλονιστεί η αντιεπιστημονική ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης, που δηλητηριάζει τη γνώση. Θα κλονιστεί ο ιδεολογικός ρόλος του Πανεπιστημίου στον καπιταλισμό.

Παράλληλα θα πρέπει να δημιουργηθούν Δωρεάν Δημόσιες Επαγγελματικές Σχολές που θα παρέχουν την αναγκαία μη επιστημονική-πανεπιστημιακή εκπαίδευση για αντίστοιχες επαγγελματικές κατηγορίες.

8) Όλα τα επαγγελματικά δικαιώματα στο πτυχίο - Πάλη ενάντια στην ανεργία

Πρέπει να διεκδικήσουμε κάθε πτυχίο να έχει αντίκρισμα στην παραγωγή και διαπραγματευτική αξία για τους εργαζόμενους. Έτσι λοιπόν, πρέπει να διεκδικήσουμε όλα τα επαγγελματικά δικαιώματα πάνω στο πτυχίο. Έτσι θα καταπολεμηθεί και η αποδυνάμωση των συνδικάτων. Κανένας όμως νόμος από μόνος του δεν εξασφαλίζει την εργασία των αποφοίτων. Πρέπει λοιπόν να παλέψουμε για μια θέση εργασίας για κάθε απόφοιτο. Αυτό σημαίνει πάλη μαζί με το εργατικό κίνημα για:
-7ωρο - 5μερο - 35ωρο χωρίς μείωση αποδοχών, για όλους τους εργαζόμενους.
Κινητή κλίμακα ω ρών εργασίας με πρώτο σταθμό το 35ωρο (δηλαδή προσαρμογή των ωρών εργασίας, ανάλογα με τις ανάγκες της παραγωγής και τον αριθμό του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, με στόχο την εξάλειψη της ανεργίας)
-Μείωση των ορίων συνταξιοδότησης στα 58 έτη για τους άντρες, στα 55 για τις γυναίκες και τα  «Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα».

Η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε όλη την παραγωγή.

9) Ενάντια στην αυθαιρεσία πρυτάνεων - καθηγητικού κατεστημένου και στον έλεγχο του Πανεπιστημίου από το κεφάλαιο: Φοιτητικός και εργατικός έλεγχος και διοίκηση σε όλες τις σχολές

 Ο δρόμος για το σοσιαλισμό είναι ένας δρόμος που ανοίγει μέσα από το σχολείο του ελέγχου και της διοίκησης-διαχείρισης από τους εργάτες και τους φοιτητές. Οι θεσμοί συνδιοίκησης του πανεπιστημίου αν και έχουν κατακτηθεί από το ίδιο το φοιτητικό κίνημα, είναι θεσμοί απόλυτα ενσωματώσιμοι στην καπιταλιστική εξουσία που δεν  δίνουν παρά προκάλυμμα δημοκρατίας στην αυθαιρεσία της διοίκησης. Ο μόνος τρόπος για αληθινή δημοκρατία στο Πανεπιστήμιο, είναι το πέρασμα της διοίκησής του στους μόνους αρμόδιους, τους φορείς των φοιτητών, των μελών ΔΕΠ και των εργαζόμενων. Κάθε ίδρυμα λοιπόν θα πρέπει να διοικείται από ένα συμβούλιο με αντιπροσώπους αιρετούς και άμεσα ανακλητούς  από τις Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών, του συλλόγου Δ.Ε.Π., του διοικητικού και τεχνικού προσωπικού του ιδρύματος καθώς και των εργαζομένων του αντίστοιχου κλάδου εργασίας που είναι επίσης ενδιαφερόμενοι, αλλά και μπορούν να προσφέρουν την εμπειρία τους από την παραγωγή και την επιστημονική εμπειρία για το αντικείμενο σπουδών. Τη διαχείριση και τη διοίκηση του κάθε Πανεπιστημιακού Ιδρύματος λοιπόν, καθώς και την εξειδίκευση των προγραμμάτων σπουδών, των ερευνητικών προγραμμάτων και την ευθύνη των συγγραμμάτων, πρέπει να ασκεί ένα εκλεγμένο και ανακλητό όργανο που θα αποτελείται από 1/3 φοιτητές, 1/3 καθηγητές και εργαζόμενοι στο πανεπιστήμιο και 1/3 συνδικάτα κλάδου και επιστημονικοί φορείς, πάντα μέσα στο πλαίσιο των κατευθύνσεων και προτεραιοτήτων που καθορίζεται από την Εθνική Επιτροπή Σχεδιασμού και με βασικό κριτήριο τις ανάγκες της πλειοψηφίας του εργαζομένου λαού.


Οι πράξεις του να ελέγχονται με τη λογοδοσία των αντιπροσώπων στις αντίστοιχες Γενικές Συνελεύσεις.

Η εμπειρία του φοιτητικού και εργατικού ελέγχου στο Πανεπιστήμιο, θα προετοιμάσει τους φοιτητές για να σχεδιάσουν και να διαχειριστούν με ένα δημοκρατικό τρόπο την παραγωγή.

10) Ελεύθερα και δωρεάν μεταπτυχιακά - χωρίς αυτά να προσδίδουν πρόσθετα επαγγελματικά δικαιώματα στο πτυχίο

Τα μεταπτυχιακά θα πρέπει να αποτελούν μια δυνατότητα που θα δίνεται σε κάθε σπουδαστή να εμβαθύνει στο αντικείμενο του και να γνωρίσει σε βάθος την επιστήμη του. Δεν πρέπει να αποσπούνται από τον προπτυχιακό κύκλο γνώσεις (και κατά συνέπεια επαγγελματικά δικαιώματα)  και να προσδίδονται σε αυτά μετατρέποντας το πτυχίο σε τίτλο κατάρτισης. Δεν θα πρέπει τα μεταπτυχιακά να δίνουν ειδίκευση επί πληρωμή ανάλογα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Γι’ αυτό, το αντικείμενο τους θα πρέπει να καθορίζουν τα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες και με επιστημονικά ερευνητικά κριτήρια. Θα πρέπει κυρίως να στοχεύουν στην περαιτέρω προώθηση της έρευνας και την ανάπτυξη της επιστήμης.

11) Καμία σύνδεση των σχολών με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις - Σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή στη βάση των κοινωνικών αναγκών.

Πρέπει να αντισταθούμε στην οποιαδήποτε ανάμιξη του ιδιωτικού κεφαλαίου στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση δεν είναι πεδίο κερδοφορίας για κανέναν. Τα ιδρύματα θα πρέπει να συνδέονται με την παραγωγή, με την έννοια της γνώσης του τι συμβαίνει στην παραγωγή, της έμπρακτης εξάσκησης του αντικειμένου και την γνωριμία των φοιτητών με την παραγωγική διαδικασία για την προώθηση της γνώσης.

Για το σκοπό αυτό θα πρέπει όλες οι δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις να είναι ανοιχτές για τους φοιτητές. Να μπορούν τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τις ερευνητικές εγκαταστάσεις τους για διδακτικούς σκοπούς. Παράλληλα θα πρέπει να γίνεται πρακτική άσκηση με μειωμένη απασχόληση και αποδοχές βασισμένες στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, κατά τη διάρκεια των σπουδών για όλους τους φοιτητές.

Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για την εργοστασιακή εκπαίδευση (την εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε μια σοσιαλιστική κοινωνία - την εκπαίδευση δεμένη με την παραγωγή),  ένα ρήγμα – με στόχο την απόλυτη κατάργησή του – στον δομικό διαχωρισμό της εκπαίδευσης από την παραγωγή, για τη διαλεκτική  τους  σύνδεση.  Παράλληλα, φέρνει σε επαφή το φοιτητικό και το εργατικό κίνημα στον κοινό χώρο δουλειάς.

Ωστόσο ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί πλήρως μόνο με την κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων και το σχεδιασμό της οικονομίας κατά κλάδους παραγωγής, με εργατικό έλεγχο. Γιατί το πρόβλημα σήμερα δεν είναι η σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, αλλά η αποσύνδεση της παραγωγής από τις κοινωνικές ανάγκες. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να το λύσει μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός της οικονομίας.

Όλες αυτές οι θέσεις μπορούν να αρχίσουν να υλοποιούνται σήμερα με τον αγώνα των φοιτητών, ωστόσο η πραγματική τους και πλήρης υλοποίηση μπορεί να επέλθει μόνο με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, στον οποίο ανοίγουν το δρόμο.

Προϋπόθεση για την πάλη με αυτούς τους προγραμματικούς άξονες είναι ένα ισχυρό φοιτητικό κίνημα, με αναζωογονημένους και ισχυρούς φοιτητικούς συλλόγους, παρέμβαση των φοιτητών στα όργανα συνδιοίκησης και κεντρικό δημοκρατικό συντονισμό του κινήματος μέσω της αγωνιστικής ανασυγκρότησης της ΕΦΕΕ, με δημοκρατικές δομές και διαδικασίες (αιρετότητα-ανακλητότητα).

Ταυτόχρονα είναι αναγκαία η ενότητα με το εργατικό και το μαθητικό κίνημα, γιατί οι στόχοι είναι κοινοί, όπως κοινή είναι και η αναγκαιότητα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Επίσης είναι αναγκαία η ενότητα με το εργατικό κίνημα, γιατί μόνο οι εργάτες λόγω της θέσης τους στην παραγωγή  μπορούν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, όμως χρειάζονται τη συνεργασία με τη σπουδάζουσα νεολαία για να το κάνουν.

Τέλος είναι αναγκαία η ενότητα της φοιτητικής αριστεράς, στη βάση αυτού του προγράμματος πάλης: Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς, μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση.

Μόνο με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μπορεί η εκπαίδευση να γίνει από όργανο χειραγώγησης, όπλο της ανθρωπότητας για την υπέρβαση (κατά τον Φρ. Ένγκελς) της βάρβαρης προϊστορίας των ταξικών κοινωνιών και για τη μετάβαση στην πραγματική της ιστορία. Για την μετάβαση από το βασίλειο της ανάγκης, στο βασίλειο της ελευθερίας.



Αθήνα, 2014