Μαρξισμός και Ψυχανάλυση - η συμβολή του Βίλχελμ Ράιχ

Ο Wilhelm Reich (1897-1957) ήταν μαρξιστής και ψυχαναλυτής. Τα γραπτά του αποτελούν ανεκτίμητες πηγές για την κατανόηση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στο Μαρξισμό και την Ψυχανάλυση. Δυστυχώς λόγω της πολιτικής και της επιστημονικής του απομόνωσης και του εκφυλισμού των ιδεών του κατά τη δεύτερη περίοδο του έργου του, συσκοτίστηκε μια ολόκληρη σειρά από σπουδαίες εργασίες του, οι οποίες είναι απαραίτητο να μελετηθούν ώστε να κατανοήσει κανείς πλήρως την Ψυχανάλυση, τις σύγχρονές της αντιφάσεις και τη σημερινή ταξική της τοποθέτηση. Για να προσεγγίσουμε λοιπόν αυτό το ζήτημα είναι ουσιαστικό να διακρίνουμε ξεκάθαρα τις δύο περιόδους του έργου του (από το 1919 μέχρι το 1938 και από το 1938 μέχρι το 1957) και να επικεντρωθούμε στην πρώτη. 

Ο Reich ήδη από το 1920 υπήρξε ενεργό μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρίας (IPS), η οποία είχε ιδρυθεί από τον Freud και αρχικά είχε γίνει αποδεκτός από το ευρύ κοινό ως ο πλέον ενθουσιώδης και χαρισματικός από όλους τους μαθητές του. Όπως έχει γραφτεί, ο ίδιος ο Freud τον θεωρούσε τον «αγαπημένο του γιο» και αλληλογραφούσε μαζί του αναλύοντας θεωρητικά ζητήματα, από το 1924 ως το 1930. Περίπου την ίδια περίοδο ο Reich εκδήλωσε έντονο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον για την πολιτική, για τα δικαιώματα των γυναικών και των νέων, για τη σύνδεση της εκπαιδευτικής με την πολιτική αλλαγή και αντιτάχθηκε στη θρησκεία. Το 1928 έγινε μέλος του Αυστριακού Κομμουνιστικού Κόμματος. 

To 1929 ο Reich δημοσίευσε το κείμενό του «Διαλεκτικός Υλισμός και Ψυχανάλυση» ταυτόχρονα στο Unter dem Banner des Marxismus (το θεωρητικό περιοδικό του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος) και στο ρώσικο αντίστοιχό του, Pod Znameniem Marxisma. Σ’ αυτό το κείμενο, αναπτύσσει μια θεωρία με σκοπό να συνδέσει και να εναρμονίσει σε μία ενιαία αντίληψη, το ιστορικό και κοινωνικό όραμα του μαρξισμού με τις πρωτοποριακές ψυχαναλυτικές έννοιες σχετικά με τον ατομικό νου. Σε αυτό εμφανίστηκε να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις νέες ιδέες στους τομείς της ψυχολογίας, της ιστορίας και του πολιτισμού που με τη ρωσική επανάσταση του 1917 εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη. 

Είναι σημαντικό να τοποθετήσουμε τη συζήτηση στο χώρο και στο χρόνο που εξελίχθηκε, δηλαδή στην Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 20. Το 1929 η ψυχρότητα της σχέσης του Reich με τον Freud είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ορατή καθώς ήδη οι αρκετά συντηρητικοί αστοί ψυχαναλυτές της Βιέννης αντιμετώπιζαν με καχυποψία το πολιτικό του πάθος. Η ρήξη με τον σταλινισμό ήταν επίσης στον ορίζοντα καθώς η κυρίαρχη σοβιετική ιδεολογία απέκλειε κάθε πιθανότητα συνάντησης του Διαλεκτικού Υλισμού με την Ψυχανάλυση. Το «Διαλεκτικός Υλισμός και Ψυχανάλυση» ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια του Reich να απαντήσει σε μερικούς από τους επικριτές του (τόσο τους ψυχαναλυτές όσο και τους «μαρξιστές»). Έτσι, το 1929 ο Reich περπατάει σε δυο τεντωμένα σχοινιά. Χρησιμοποιεί τον Freud για να επιχειρηματολογήσει εναντίον του Freud και τους φροϋδικούς - και τον Μαρξ για να επιχειρηματολογήσει εναντίον των «μαρξιστών». Πρόκειται για ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα. 

Tόσο η Ψυχανάλυση όσο και ο Μαρξισμός αντιμετωπίζονται στο κείμενο του ως «επιστήμες» (η Ψυχανάλυση ως επιστήμη των ψυχολογικών φαινομένων και ο Μαρξισμός ως επιστήμη των κοινωνικών φαινομένων). Ο Reich αντικρούει σθεναρά το επιχείρημα ότι η Ψυχανάλυση είναι ιδεαλιστική. Στην κατηγορία που της χρεώνεται, ότι αναδύθηκε «κατά τη διάρκεια της παρακμής της σάπιας αστικής τάξης» αντιτάσσει το ότι και η ίδια η μαρξιστική κοινωνική ιδεολογία έκανε κι αυτή την εμφάνισή της κατά την περίοδο της αποσύνθεσης της αστικής κοινωνίας. Απορρίπτει έτσι, όσους απερίφραστα επιτίθενται σε όλη τη γνώση ως «αστική γνώση». Όπως επισημαίνει: 
«Ο πολιτισμός δεν είναι ένα σύνολο ομοιόμορφο... η απαρχή μιας νέας κοινωνικής τάξης φυτρώνει στη μήτρα της παλιάς ... σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όσα δημιουργήθηκαν σε μια αστική περίοδο είναι μικρής αξίας για την κοινωνία του μέλλοντος»  
Επιτίθεται στον μηχανιστικό υλισμό όσων (πχ οι γάλλοι υλιστές 18ου αι.) υποστηρίζουν ότι τα ψυχολογικά φαινόμενα δεν υπάρχουν καθαυτά γιατί «μόνο τα αντικειμενικά φαινόμενα μπορούν να μετρηθούν και να θεωρηθούν αληθινά, και όχι τα υποκειμενικά». Για τον Reich αυτό δεν είναι παρά μια κατανοητή αλλά ωστόσο ακραία διαστρεβλωμένη αντίδραση στον πλατωνικό ιδεαλισμό. Η ψυχολογική δραστηριότητα όπως πολύ σωστά ισχυρίζεται, έχει μια υλική πραγματικότητα και αποτελεί μια κινητήρια δύναμη στην κοινωνία που μόνο οι πιο κοντόφθαλμοι θα την αρνούνταν. 

Όπως τονίζει, δεν έχουμε λόγο να αρνούμαστε το ότι Ψυχανάλυση θα πρέπει να έχει μια υλιστική βάση. Ο Reich έχει το θάρρος να εμπλέξει τις φροϋδικές έννοιες με την πραγματικότητα της ταξικής κοινωνίας γύρω τους. «Η αρχή της πραγματικότητας όπως υπάρχει σήμερα», γράφει, «είναι μια αρχή της σύγχρονης κοινωνίας». Η προσαρμογή στην πραγματικότητα αυτή είναι μια συντηρητική απαίτηση. «Η αρχή της πραγματικότητας της καπιταλιστικής εποχής επιβάλλει στο προλεταριάτο ένα μέγιστο όριο αναγκών, επικαλούμενη θρησκευτικού τύπου αξίες, όπως η σεμνότητα και η ταπεινότητα... η κυρίαρχη τάξη προβάλλει μια αρχή πραγματικότητας που χρησιμεύει στη διατήρηση της κυριαρχίας της. Αν ο προλετάριος τη δεχθεί σαν αξίωμα - αν παρουσιάζεται σε αυτόν ως απολύτως έγκυρη, π.χ. στο όνομα του πολιτισμού, είναι σαν να υπογράφει ότι δέχεται την εκμετάλλευσή του και την καπιταλιστική κοινωνία». Ο Reich υποβάλλει και άλλες φροϋδικές έννοιες στο ίδιο είδος ιστορικής και κοινωνιολογικής κριτικής, επιδιώκοντας παράλληλα να διατηρήσει την ουσία τους. Το «ασυνείδητο» για παράδειγμα, όπως επισημαίνει, μπορεί να αποκτήσει νέα σύμβολα σε μια εποχή τεχνολογικής αλλαγής. 

Τέλος ο Reich εξετάζει την κοινωνιολογική θέση της Ψυχανάλυσης. Όπως ο Μαρξισμός, η Ψυχανάλυση είναι ένα προϊόν της καπιταλιστικής εποχής. Είναι μια αντίδραση στο ιδεολογικό εποικοδόμημα εκείνης της εποχής, τις πολιτιστικές και ηθικές συνθήκες του σύγχρονου κοινωνικού ανθρώπου. Ο Reich αναλύει ευφυώς τις αμφισβητούμενες σχέσεις της σεξουαλικότητας της νεοσύστατης αστικής τάξης και του ρόλου της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων. Ωστόσο από τη στιγμή της εδραίωσής της η αστική τάξη χρησιμοποίησε πλέον το ίδιο οδόφραγμα ενάντια στο «λαό» με τους δικούς της ηθικούς νόμους. Εμφανίστηκαν διπλά μέτρα και σταθμά σεξουαλικής ηθικής τα οποία αναλύονται σε άλλα γραπτά του Reich (Η Λειτουργία του Οργασμού 1927, Η Εισβολή της Σεξουαλικής Ηθικής 1932, Η Σεξουαλική Επανάσταση 1936). «Ακριβώς όπως ο Μαρξισμός», καταλήγει ο Reich, «από κοινωνιολογική άποψη σήμαινε ότι ο άνθρωπος άρχισε να συνειδητοποιεί τους νόμους της οικονομίας και της εκμετάλλευσης της πλειοψηφίας από μια μειοψηφία, έτσι και η Ψυχανάλυση σήμαινε ότι ο άνθρωπος άρχισε να συνειδητοποιεί την κοινωνική σεξουαλική απώθηση». 

Συντονισμένος με μια εξαιρετική διαύγεια σκέψης αλλά και με τα ίχνη της πικρίας που αργότερα θα τον κυρίευε, ο Reich προβλέπει τελικά την εμπορική εκμετάλλευση και τη διαστρέβλωση της Ψυχανάλυσης. Ο καπιταλισμός σαπίζει τα πάντα. «Ο καπιταλιστικός τρόπος ύπαρξης της Ψυχανάλυσης την πνίγει, τόσο από έξω όσο κι από μέσα». «Στην αστική κοινωνία η Ψυχανάλυση καταδικάζεται σε στειρότητα». Για το Reich η ψυχαναλυτική εκπαίδευση θα μπορέσει μόνο να αποδώσει καρπούς με την κοινωνική επανάσταση. «Όσοι ψυχαναλυτές, πίστευαν ότι η Ψυχανάλυση μπορούσε ν’ αλλάξει τον κόσμο εξελικτικά, εξέφραζαν μια ουτοπία που προέρχεται από απόλυτη άγνοια των οικονομικών και κοινωνικών πραγμάτων [..] Η κοινωνία είναι πιο δυνατή από τις καλές προθέσεις κάποιων μεμονωμένων μελών της». 

 1. Μαρξισμός και Ψυχανάλυση - Σημειώσεις πάνω στη ζωή και το έργο του Βίλχελμ Ράιχ (http://www.marxismos.com) 
2. Angelini, A. (2014). On the Ten Letters Written by Sigmund Freud to Wilhelm Reich (1924-1930). Ital. Psychoanal. Annu., 8:135-152. 
3. Reich Β. 1929. Διαλεκτικός υλισμός και Ψυχανάλυση 4. Brinton Μ. 1972. Α review of Wilhelm Reich, Dialectical Materialism and Psychoanalysis (London: Socialist Reproduction). 

Μαριάννα Σπ.