Η ζωή και οι ιδέες του Τσε Γκεβάρα

Τον Οκτώβρη που μας πέρασε έκλεισαν 48 χρόνια από το θάνατο του Τσε Γκεβάρα που δολοφονήθηκε αιχμάλωτος από το βολιβιανό στρατό με την βοήθεια της CIA.

Ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής. Ήταν γιος της Σέλια ντε λα Σέρνα και του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και ήταν το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 όμως κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους.

Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και εξαιτίας της κατάστασής του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του.

Από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση και ειδικότερα για το έργο του Πάμπλο Νερούδα, ενώ συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία μέχρι κλασικά έργα του Τζακ Λόντον ή του Ιουλίου Βερν και πραγματείες του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Μπέρτραντ Ράσελ. Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η ασθένεια της γιαγιάς του, Άνας, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Τόσο η δική της κατάσταση, που οδήγησε στο θάνατό της, όσο και η προσωπική του εμπειρία με το άσθμα τον επηρέασαν βαθιά, και πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.

Το 1948 λοιπόν, γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Οι εμπειρίες που απόκτησε σε αυτή του την οδύσσεια άλλαξαν ριζικά την αντίληψη του για το τι έπρεπε να γίνει για να δοθεί ένα τέλος στην φτώχεια και την εκμετάλλευση. Μέσα από αυτές τις περιπέτειες και τα γεγονότα που έζησε, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα. Η επιρροή από τα επαναστατικά κείμενα του Κάρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ένγκελς, του Βλάντιμιρ Λένιν, του Νεχρού και από τα ποιήματα του Νερούδα και του Λόρκα διαμόρφωσε σταδιακά τις ιδέες του.

Το 1950 λοιπόν, όταν ταξίδεψε σ' ολόκληρη την Αργεντινή είδε για πρώτη φορά με τα μάτια του το τεράστιο κοινωνικό χάσμα που επικρατούσε στην χώρα. Στο Μπουένος Αϊρες είχε βέβαια ξαναδεί φτώχεια, όμως τώρα αντίκρυζε για πρώτη φορά τον αντιφατικό χαρακτήρα σχεδόν όλης της Ν. Αμερικής. Σε αυτό του το ταξίδι είδε για πρώτη φορά τις πιο οικονομικά καθυστερημένες και φτωχές περιοχές της Αργεντινής εκείνη την εποχή.

Μετά την αποφοίτησή του (1953) από την ιατρική σχολή, ο Ερνέστο ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ. Για ένα σύντομο διάστημα, ο Γκεβάρα εγκατέλειψε τη Γουατεμάλα προκειμένου να ανανεώσει τη βίζα παραμονής του. Λίγο μετά την επιστροφή του, επιχειρήθηκε από τη CIA ένοπλη δράση, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο Άρμας, για την ανατροπή της κυβέρνησης Άρμπενς. Ο Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, αλλά παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο, κατετάγη τελικά ως γιατρός.

Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Τσε και η εμπειρία που αποκόμισε στη χώρα χαρακτηρίζεται ως σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο. Όταν συμβαίνουν μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις και αναταραχές κανείς δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι άνθρωποι, ιδιαίτερα των λεγόμενων μεσαίων στρωμάτων, αρκούνται απλά να παρατηρούν αυτά τα γεγονότα. Άλλοι όμως, συμπεριλαμβανομένων και ανθρώπων της μεσαίας τάξης, αναγκάζονται τελικά να συμμετάσχουν στην εξέλιξη των κοινωνικών γεγονότων και στην πάλη των τάξεων. Στην αρχή του ταξιδιού του ο Τσε Γκεβάρα έμενε ικανοποιημένος με το ρόλο του παρατηρητή. Με τον καιρό όμως ο επαναστατικός αγώνας τον τραβούσε όλο και πιο πολύ, μέχρι που τελικά κατέληξε να θυσιάσει και την ίδια τη ζωή του. Οι άνθρωποι συμμετέχουν στα επαναστατικά κινήματα για πολλούς λόγους. Μερικοί έλκονται από τις πολιτικές ιδέες, άλλοι σπρώχνονται από την αγανάκτηση τους για την υπάρχουσα κατάσταση και κάποιοι κερδίζονται στην επανάσταση όταν ζουν μέσα σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, απλά γιατί δεν μπορούν πια να μείνουν αμέτοχοι στα γεγονότα.

Στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1954 ο Τσε ταξιδεύει στο Μεξικό, «εξόριστος» πια από τη Γουατεμάλα. Το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου, έρχεται σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορείται την επικείμενη άφιξη του Φιντέλ στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συναντά για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν εξόριστος από την Κούβα λόγω των δημοκρατικών του ιδεών. Η συνάντηση αυτή έμελε να είναι καθοριστική όχι μόνο για τους δύο άντρες, αλλά και για το μέλλον της Κουβανέζικης Επανάστασης. Ακολούθησαν πολλές συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα στην Κούβα.

Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετέχει στο κίνημα της 26ης Ιουλίου (ισπ.: Movimiento 26 de Julio), με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού δικτατορικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς συντρόφους του.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1956 λοιπόν, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης.


Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ όσο ο Φιντέλ.

Η απομάκρυνσή του από την Κούβα

Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες. Λίγες ημέρες αργότερα, ξεκινά μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφτηκε την Αλγερία, την Κίνα, τη Γκάνα, τη Γουινέα, το Μάλι, το Κονγκό, την Τανζανία, με μικρές στάσεις στο Παρίσι, την Ιρλανδία και την Πράγα. Τον Μάρτιο του 1964, επιστρέφει, όχι όμως για πάντα, στην Αβάνα.

Οι διαφορές του με τον Κάστρο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Κούβας με την Σοβιετική Ένωση ή την οικονομική πολιτική, πιθανώς συνέβαλαν στην απόφαση του Τσε να εγκαταλείψει την Κούβα. Ο μεγαλύτερος όμως σκοπός αυτής της αποχώρησης, ήταν να «μεταφερθεί» η επανάσταση σε όλον τον κόσμο. Την 1η του Απρίλη, συνέταξε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιντέλ Κάστρο.

Πρώτος σταθμός του Τσε υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό). Εκεί έδρασε προς ενίσχυση και βοήθεια του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Η έλλειψη οργάνωσης και συνοχής των κονγκολέζικων δυνάμεων καταγράφεται στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα ως ο κύριος λόγος της αποτυχίας της επανάστασης.

Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική, με αρχικό στόχο το Περού και αργότερα εστιάζοντας στην Βολιβία. Ο Τσε κατέγραψε τα βιώματά του εκείνο το διάστημα, κρατώντας τις σημειώσεις που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο. Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές. O Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και στην Βολιβία, κατέληξε σε αποτυχία. Επιπλέον, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε και η ενίσχυση του βολιβιανού στρατού από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στο φαράγγι του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο Γκεβάρα τραυματίστηκε. Τελικά συνελήφθη και αργότερα μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες. Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν.

Το πτώμα του έπρεπε για τους στρατιωτικούς να χαθεί δίχως κανένα ίχνος και έτσι αποφασίστηκε να θαφτεί κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα. Ανακαλύφθηκε πια στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο ίδιος είχε κατακτήσει το 1958 ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη του Κάστρο.

Ο Τσε και ο Μαρξισμός


Ο  Τσε Γκεβάρα ήταν πιο «καλλιεργημένος» από πολιτική σκοπιά σε σχέση με τους υπόλοιπους αντάρτες αρχηγούς. Δεν μπήκε στον αγώνα αποκλειστικά λόγω της πίστης του στις σοσιαλιστικές ιδέες, είχε όμως επηρεαστεί φανερά από τη μελέτη των έργων του μαρξισμού. Ρίχνοντας μια πιο βαθιά ματιά στη σύντομη ζωή του, φαίνεται πως οι σοσιαλιστικές του ιδέες, διαμορφώθηκαν αργά και μέσω της προσωπικής εμπειρίας του στο αντάρτικο και την αγροτική ζωή.

Ένα σημαντικό σημείο αδυναμίας ήταν λοιπόν, ότι δεν είχε μια εμπεριστατωμένη κατανόηση του μαρξισμού κι αυτό είναι φανερό τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο όσο και σε πρακτικό. Η πρακτική του αντάρτικου στην ύπαιθρο και η μέθοδος των «φόκο» μπορεί να αποδείχθηκε νικηφόρα στις ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας, έμελλε όμως να ηττηθεί στις πιο αστικοποιημένες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Χιλή κλπ), ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες για την υποστήριξη των αντάρτικων από τις πλατύτερες μάζες δεν ήταν ευνοϊκές και με δεδομένο ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένη να πιαστεί «προ εκπλήξεως» (αφήνοντας δηλαδή ένα «φόκο» να εξαπλωθεί και να βρει υποστήριξη στον πληθυσμό των πόλεων η ίδια επέμβει για να το καταστείλει βίαια) ποτέ ξανά. Αντίθετα με τον Μαρξ, ο Τσε Γκεβάρα υποτίμησε τη δύναμη και τον καθοριστικό ρόλο της εργατικής τάξης στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Δεν μπόρεσε να δει στο ρόλο πρωταγωνιστή της ένοπλης εξέγερσης τους εργάτες, οι οποίοι συνδέονται από την ταξική συνείδηση που διαμορφώνεται μέσα στους χώρους της δουλειάς και είναι συνδέονται με τους δεσμούς μαζικών οργανώσεων, αλλά μικρές ομάδες ανταρτών, χάνοντας έτσι την ευκαιρία της να νικήσει η επανάσταση σε σημαντικές χώρες.

Την ίδια στιγμή όμως, η εμπειρική προσέγγιση του Τσε τον οδήγησε και σε σωστά, επαναστατικά συμπεράσματα. Από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκε την ανάγκη να εξαπλωθεί η επανάσταση προκειμένου να επιβιώσει. Όταν αργότερα είδε με τα μάτια του τη ζωή στην Σοβιετική Ένωση, η ανιδιοτέλειά του και η απέχθεια προς τα προνόμια, τη γραφειοκρατία και τον καριερισμό τον οδήγησαν στην απόρριψη του σταλινισμού και στην μελέτη του Τρότσκι – με αποτέλεσμα να κερδίσει από γραφειοκράτες ηγέτες των ευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων «τίτλους» όπως «μικροαστός τυχοδιώκτης» κλπ. Δυστυχώς, αυτή η διαδικασία κόπηκε βίαια με τη δολοφονία του.

Ο Τσε αφιερώθηκε στην επανάσταση όταν ήτανε 25 περίπου χρονών και σε αυτό τον αγώνα έμελλε να θυσιάσει και τη ζωή του όταν έγινε 39 ετών. Έδινε πάντα στους συντρόφους του το παράδειγμα κι ήταν ένα ακλόνητος διεθνιστής. Αυτές οι αρετές του, τον έκαναν πηγή έμπνευσης και σύμβολο αγώνα ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Αντανακλάται έτσι η έλξη που πάντα ασκούσε και ασκεί στους επαναστατημένους, σ' αυτούς που αναζητάνε ένα τρόπο για ν' αλλάξουν την κοινωνία και να βάλουν τέλος στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, η προοπτική μιας αληθινά σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Τσε εκτελέστηκε από τους υπηρέτες αυτών που υπερασπίζονται τους πλούσιους και τους ισχυρούς. Όσο όμως πληθαίνουν οι αγώνες σε ολόκληρο τον πλανήτη, τόσο πιο πολύ διαδίδεται το σύνθημα που γράφουν οι νέοι στους τοίχους: "CHE VIVE!" (Ο Τσε ζει!). Ακόμη και 48 χρόνια μετά το θάνατό του, αποτελεί αναμφισβήτητα σύμβολο για τους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου.

Αντριάνα Χ.