Ο ρόλος του μαθήματος των μαθηματικών στο εκπαιδευτικό σύστημα

Τα μαθηματικά έχουν χαρακτηριστεί ως «βασίλισσα των επιστημών» και ως «η κινητήρια δύναμη πίσω από την επιστημονική ανακάλυψη». Για την κοινωνία αντιπροσωπεύουν τον θρίαμβο της δύναμης του νου, της λογικής και της αυστηρότητας κι ακόμα την οικονομική επιτυχία και την τεχνολογική εξέλιξη. Για όλους αυτούς τους λόγους υπάρχει μια απαίτηση που φτάνει σε βαθμό υστερίας για βελτίωση της μαθηματικής εκπαίδευσης, η οποία εκφράζεται με διεθνείς διαγωνισμούς αξιολόγησης (TIMMS, PISA), επιστημονικές έρευνες και αλλαγές στα προγράμματα σπουδών. Όμως, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται, τα μαθηματικά εξακολουθούν να προκαλούν άγχος και αποστροφή σε πολλούς ανθρώπους (μέχρι το βαθμό διαταραχής, η λεγόμενη «μαθοφοβία»), ενώ η μαθηματική εκπαίδευση δεν απευθύνεται σε όλους και δημιουργεί αποκλεισμούς (λόγω κοινωνικής τάξης, φυλής ή φύλου). Τα ποσοστά αποτυχίας στα σχολικά μαθηματικά παγκοσμίως είναι πάρα πολύ υψηλά ενώ το μάθημα εξακολουθεί να διδάσκεται ως μια σειρά αλγοριθμικών διαδικασιών και μεθόδων που αποστηθίζουν και εκτελούν μηχανικά οι μαθητές για να γράψουν καλά στις εξετάσεις, φτάνοντας μετά από 12 χρόνια τυπικής εκπαίδευσης να έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε μαθηματικές ιδέες, ενώ σίγουρα δεν καθίστανται ικανοί να τις αξιοποιήσουν στην καθημερινή ή την επαγγελματική τους ζωή.

Από το 2000 συντελείται μια κοινωνικοπολιτική στροφή στην έρευνα της διδακτικής των μαθηματικών: οι ερευνητές της διδακτικής των μαθηματικών έχουν αναγνωρίσει την μεγάλη πολυπλοκότητα της μαθηματικής εκπαίδευσης και πέρα από τη μελέτη της γνωστικής πτυχής χρησιμοποιούν μια κοινωνική και πολιτική οπτική στην προσπάθεια να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ζητήματα. Έχουν δημοσιευθεί εργασίες που μας ωθούν να αναζητήσουμε την πραγματική αξία των μαθηματικών, παρομοιάζοντας τα μαθηματικά με εμπόρευμα και την αξία τους με τη μαρξιστική έννοια της αξίας των εμπορευμάτων. Όλοι συμφωνούμε ότι στα  σχολικά μαθηματικά αποδίδεται σημασία λόγω της αξίας χρήσης τους, δηλαδή λόγω των εφαρμογών τους και των δυνατοτήτων που προσφέρουν στους μαθητές για τη ζωή τους. Εφόσον όμως η διδασκαλία παραμένει προβληματική και παρά τις νέες θεωρίες και πρακτικές που προτείνονται οι μαθητές σε μεγάλο βαθμό αποτυγχάνουν να αξιοποιήσουν τη μαθηματική γνώση εκτός σχολικού πλαισίου, γίνεται σαφές ότι τελικά δεν είναι αυτή η πραγματική αξία των σχολικών μαθηματικών, αλλά η ανταλλακτική τους αξία. Η ανταλλακτική αξία έχει σχέση με τον ρόλο του μαθήματος των μαθηματικών στο καπιταλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, στο να συμβάλλουν ώστε να διατηρηθεί το σχολείο ως οργανισμός αξιολόγησης.

Η χρησιμότητα των μαθηματικών για τους μαθητές δεν σχετίζεται με γνώσεις που θα αποτελέσουν εφόδια για τη ζωή τους, αλλά με τον ρόλο του εκλέκτορα (έχουν χαρακτηριστεί «ο φύλακας της πύλης») που παίζουν ανάμεσα στις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είναι τόσο χρήσιμα για  την κοινωνία γιατί παρέχουν σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικά μετρήσιμα αποτελέσματα εξετάσεων και για τους μαθητές γιατί η επιτυχία στις εξετάσεις ξεκλειδώνει την πρόσβαση σε επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα η οποία συνεπάγεται τη βελτίωση των προοπτικών για μια θέση εργασίας (ή μια καλύτερη θέση εργασίας). Λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψη ότι οι συνθήκες για επιτυχία είναι ευνοϊκές για τα παιδιά που ανήκουν στις ισχυρές κοινωνικές τάξεις, αντιλαμβάνεται ότι δεν βοηθούν ώστε να ξεχωρίζουν οι καλύτεροι, αλλά στο να διατηρούνται και να διαιωνίζονται οι αδικίες μέσα από μια ψευδαίσθηση δυνατότητας ανέλιξης.

Επιπλέον, η διαδικασία αυτή εκπαιδεύει τους μαθητές να συμμετέχουν και να αποδέχονται τις συνθήκες παραγωγής και την αρπαγή της υπεραξίας που θα διέπουν την εργασία τους στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα.

Ο Roberto Baldino  έχει μελετήσει το εκπαιδευτικό σύστημα με όρους μαρξιστικών οικονομικών, βλέποντας το ως παραγωγικό σύστημα (i). Είναι γεγονός ότι μέρος του κεφαλαίου στον καπιταλισμό επενδύεται στην εκπαίδευση με στόχο την εξειδίκευση, ώστε μελλοντικά να παρέχουν «ανώτερη» εργασία. Ο ερευνητής όμως, θεωρεί ότι πέρα από το κεφάλαιο και οι μαθητές «επενδύουν» στην εκπαίδευση τους (με τον χρόνο και τον κόπο τους) και θέτει το ερώτημα: τι είναι αυτό που προσδίδει αυτή πρόσθετη αξία και κάνει ανώτερη την εξειδικευμένη εργασία; Η απάντηση που δίνει, είναι ότι τα «κέρδη» από την ολοκλήρωση σπουδών και την απόκτηση τίτλων προς «εξαργύρωση» στην αγορά εργασίας τα καρπώνονται μόνο οι μαθητές που επιτυγχάνουν και όχι όλοι και καταλήγει ότι τελικά η αποτυχία στα σχολικά μαθηματικά -ή τουλάχιστον ένα μέρος της- δεν είναι πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι απολύτως απαραίτητη για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.  Αν και στην ανάλυση του ένας μαρξιστής μπορεί να διατυπώσει πολλές ενστάσεις για τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη μαρξιστική οικονομική θεωρία, εν τέλει καταλήγει σε ένα συμπέρασμα πολύ ενδιαφέρον, που μάλλον αποτελεί μια στενάχωρη αλήθεια.

Σήμερα οι ερευνητές της διδακτικής των μαθηματικών παραδέχονται ότι το φαινόμενο της αποτυχίας στα σχολικά μαθηματικά δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί να λυθεί αποκλειστικά με τη διάγνωση των γνωστικών δυσκολιών και βελτίωση της εκπαιδευτικής πρακτικής. Εμείς υποστηρίζουμε ότι είναι αδύνατο να υπάρξει μια πραγματική και ουσιαστική μαθηματική εκπαίδευση μέσα στο καπιταλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, παρά μόνο σε ένα ανώτερο και πιο δίκαιο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, στο οποίο η εκπαίδευση θα σέβεται τις δυνατότητες, το ταλέντο, την κλίση και το ενδιαφέρον του κάθε μαθητή επιτρέποντας του να ασχοληθεί με το αντικείμενο που αγαπά, ενώ παράλληλα θα του παρέχει τα εφόδια για πολύπλευρη, σφαιρική και ουσιαστική παιδεία ώστε να μπορέσει μεγαλώνοντας να συμβάλει στην κοινωνική πρόοδο και ευημερία, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητες του και τα ενδιαφέροντά του.

  i) Στο άρθρο του “School and surplus value: Contribution from a Third World Country”, από το 2003. 

Γιώργος Λ.