Τριτοβάθμια εκπαίδευση: Η νέα αντιμεταρρύθμιση που βαφτίστηκε «προοδευτική αλλαγή»

Ο νέος νόμος της κυβέρνησης και του Υπουργού Παιδείας, Κ. Γαβρόγλου, για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ψηφίστηκε τελικά στην Βουλή στις αρχές Αυγούστου, έπειτα από τη δημόσια διαβούλευση – φάρσα, διάρκειας δύο εβδομάδων. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι η «συνέχεια» στην αντιδραστική πολιτική που προώθησαν οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας στην εκπαίδευση. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από άνευ σημασίας, δήθεν προοδευτικές αλλαγές, για να παρουσιάσει το νέο νόμο ως την επιτομή της «δημοκρατικής» και προοδευτικής εκπαιδευτικής αλλαγής.

Εξώθηση των πανεπιστημίων στην ιδιωτική χρηματοδότηση

Οι διαθέσεις της κυβέρνησης γίνονται αμέσως σαφείς με ένα σύνολο διατάξεων του νέου νόμου, που δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την κρατική χρηματοδότηση των πανεπιστήμιων και ταυτόχρονα, θεμελιώνει ως βασικές πηγές χρηματοδότησης το άνοιγμα των Ιδρυμάτων στην «ελεύθερη αγορά», την έρευνα, την προσφορά έναντι πληρωμής προγραμμάτων σπουδών πέραν του βασικού κύκλου, προγράμματα της ΕΕ κλπ. Άλλωστε, ήδη από τον Μάιο του 2016, το πόρισμα της Επιτροπής Διαλόγου για την Παιδεία, μέλος της οποίας ήταν ο σημερινός Υπουργός, ανέφερε ότι  «με  δεδομένη  την  ανεπάρκεια  των  δημόσιων  πόρων  για  την  ανώτατη εκπαίδευση,  το Υπουργείο  Παιδείας  θα  πρέπει  να  αναλάβει  τις πρωτοβουλίες και να προωθήσει τις πολιτικές εκείνες που θα δώσουν στα ΑΕΙ τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ίδιους πόρους τόσο από εξωτερικές όσο και από εσωτερικές πηγές» και ότι «το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή είναι η ελαχιστοποίηση των μορφών της δημόσιας χρηματοδότησης και ο περιορισμός της σε τρεις μόνο τομείς: την επιχορήγηση για λειτουργικές δαπάνες, τη μισθοδοσία του τακτικού προσωπικού και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων».

Έτσι, ο νέος νόμος προβλέπει δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα «με βάση το κόστος» και με εξαίρεση από αυτά «των οικονομικά αδύναμων». Με αυτόν τον τρόπο, θεσμοθετείται μια κατεξοχήν επιχειρηματική λογική, πως «ό,τι κοστίζει πρέπει και να πληρώνεται» και ανοίγει ο δρόμος, στη βάση της ίδια λογικής, να επιβληθούν δίδακτρα και στο προπτυχιακό επίπεδο.

Επιπρόσθετα, μέσω των Κέντρων Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης, τα πανεπιστήμια θα ιδρύουν κάθε είδους ταχύρυθμα προγράμματα κατάρτισης, επιμόρφωσης κλπ, τα οποία θα πωλούν στους ενδιαφερόμενους σπουδαστές και στα οποία θα διδάσκουν και θα εργάζονται συμβασιούχοι. Δεν πρόκειται για κάτι διαφορετικό από την περαιτέρω θεμελίωση – στα χνάρια των προηγούμενων κυβερνήσεων – της ίδρυσης  από τα πανεπιστήμια κέντρων τύπου ΙΕΚ, που πλάι στα υπάρχοντα ιδιωτικά και δημόσια ΙΕΚ θα παρέχουν κι αυτά «κατάρτιση με το αζημίωτο».

Η έρευνα παραμένει φυσικά, ένα από τα βασικότερα σημεία σύνδεσης των πανεπιστημίων με την «αγορά». Με το νέο νόμο ιδρύονται μάλιστα τα περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΑΣΑΕΕ), με σκοπό να «χαράσσουν προτάσεις στρατηγικής για την ανάπτυξη των ΑΕΙ και των Ερευνητικών Κέντρων», να προωθούν την «αλληλεπίδραση μεταξύ των ΑΕΙ και ΕΚ με κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς φορείς της οικείας Περιφέρειας» και να «εισηγούνται στα ΑΕΙ και ΕΚ που εδρεύουν στην οικεία Περιφέρεια σχετικά με τις διαδικασίες, τα μέσα και τις πηγές εύρεσης πόρων για την ανάπτυξή τους». Και βέβαια, η κυβέρνηση έκρινε ότι για να υλοποιηθούν όλα τα παραπάνω, δεν θα μπορούσε να λείπει η συμβουλευτική συμμετοχή στα ΑΣΑΕΕ των βιομηχανικών και εμπορικών επιμελητηρίων.

Το γενικότερο «επιχειρηματικό» πνεύμα του νέου νόμου αποτυπώνεται πιο καθαρά από οπουδήποτε αλλού, στις διατάξεις για τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας των Ιδρυμάτων, οι οποίοι αυτονομούνται περαιτέρω από τον κρατικό έλεγχο και αποκτούν μάλιστα δικούς τους, ξεχωριστούς ΑΦΜ: «σκοπός του Ε.Λ.Κ.Ε. είναι η διαχείριση και διάθεση κονδυλίων που προέρχονται από οποιαδήποτε πηγή» και τα οποία προορίζονται «για τις ανάγκες εκτέλεσης έργων ερευνητικών, εκπαιδευτικών, επιμορφωτικών, αναπτυξιακών, καθώς και (…) παροχής επιστημονικών, τεχνολογικών και καλλιτεχνικών υπηρεσιών, (…) εκτέλεσης δοκιμών, μετρήσεων, εργαστηριακών εξετάσεων και αναλύσεων, παροχής γνωμοδοτήσεων, σύνταξης προδιαγραφών για λογαριασμό τρίτων, σχεδιασμού και υλοποίησης επιστημονικών, ερευνητικών, πολιτιστικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων ως και άλλων συναφών υπηρεσιών, προς όφελος του ΑΕΙ». Ο παραπάνω κατάλογος, συντομευμένος μάλιστα εδώ για εξοικονόμηση χώρου, αποδεικνύει ότι για την εύρεση από την «ελεύθερη αγορά» επαρκούς χρηματοδότησης για τη λειτουργία των πανεπιστημίων, «δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

«Φτηνοί» και «ευέλικτοι» απόφοιτοι

 
Όπως γίνεται προφανές, ο νέος νόμος περιλαμβάνει και σε κάποιες περιπτώσεις ενισχύει, όλες τις κατευθύνσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων και της ΕΕ για τη διάλυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσα σ’ ένα αχανές δίκτυο «πιστοποιητικών», «διπλωμάτων», «προσόντων», «επιμορφώσεων», και άλλων επί πληρωμή «τίτλων».

Αυτό το σκέλος της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης όλων των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη των καπιταλιστών να προσαρμόσουν το εργατικό κόστος στα «νέα δεδομένα» της κρίσης. Ένας νέος που σκοπεύει να σπουδάσει νοσηλευτής για παράδειγμα, είναι πολύ «ακριβός» και «απαιτητικός», τόσο ως φοιτητής ενός ΤΕΙ Νοσηλευτικής, όσο και ως απόφοιτός του. Είναι πολύ προτιμότερο να «καταρτιστεί» ταχύρρυθμα σε κάποιο  πρόγραμμα «βοηθού νοσηλευτή χειρουργείου» με δικά του έξοδα, να ξεκινήσει να εργάζεται με χαμηλό μισθό και χωρίς δικαιώματα – ως «καταρτισμένος» και όχι πτυχιούχος – και αν απολυθεί, για να μπορεί να βρει μια νέα δουλειά που δεν θα ανήκει στο στενό αντικείμενο της ως τώρα κατάρτισής του παρά μόνο θα είναι το ίδιο κακοπληρωμένη, θα πρέπει να «επανακαταρτιστεί», για παράδειγμα, ως «βοηθός νοσηλευτής εντατικής» αυτή τη φορά, πάλι με δικά του έξοδα.

Η γενική κατεύθυνση λοιπόν των αντιμεταρρυθμίσεων, που την ενισχύει ο νέος νόμος με την «επιμόρφωση», την «ειδίκευση», τα σεμινάρια, την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» και τα κάθε είδους εκπαιδευτικά προγράμματα που θα παρέχουν τα Κέντρα Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης και οι ΕΛΚΕ των πανεπιστημίων έναντι αμοιβής, είναι αφενός η απαξίωση των ενιαίων πτυχίων της δωρεάν φοίτησης προπτυχιακού επιπέδου και η ώθηση των νέων στην ταχεία και επί πληρωμή φοίτηση στα διάφορα αυτά προγράμματα και αφετέρου, το σπάσιμο τελικά κάτω από αυτήν την «περικύκλωση», των ίδιων των προπτυχιακών κύκλων σπουδών, σε ετήσια, διετή κ.ο.κ. προγράμματα.
 
Παγίωση του αντιδραστικού τρόπου διοίκησης

Παρά τις ζητωκραυγές της κυβέρνησης, οι αλλαγές του νέου νόμου στον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων, μόνο φαινομενικά και σε ελάχιστα σημεία είναι σε θετική κατεύθυνση, ενώ επί της ουσίας ο αντιδραστικός τρόπος διοίκησης των προηγούμενων νόμων θεμελιώνεται ακόμα πιο στέρεα.

Τα Συμβούλια Διοίκησης του νόμου Διαμαντοπούλου καταργούνται, αλλά ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό ανενεργά. Την ίδια στιγμή, πέρα από τα πολύ μικρά ποσοστά συμμετοχής τους, για να τονιστεί ο διακοσμητικός ρόλος των εκπροσώπων των φοιτητών, του εργαστηριακού και βοηθητικού προσωπικού και των διοικητικών υπαλλήλων στη Σύγκλητο και σε όλα τα όργανα όπου προβλέπεται συμμετοχή τους, αναφέρεται ρητά ότι τα όργανα αυτά «συγκροτούνται και λειτουργούν νόμιμα έστω και αν δεν έχουν εκλεγεί οι εκπρόσωποι» των παραπάνω κατηγοριών.

Επίσης, επανέρχεται η συμμετοχή των φοιτητών στις Πρυτανικές – Προεδρικές εκλογές, αλλά μέσα στο ίδιο αντιδραστικό πλαίσιο που σχημάτιζαν και προηγούμενοι σχετικοί νόμοι. Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με ότι ίσχυε από το «νόμο – πλαίσιο» του 1982 και μέχρι το 2007, οι φοιτητές ψηφίζουν για τα όργανα διοίκησης, όχι μέσω των αντιπροσώπων τους, εκλεγμένων από μαζικές, δημοκρατικές και πολιτικές διαδικασίες (γενικές συνελεύσεις, φοιτητικές εκλογές κλπ), αλλά με μη πολιτικά κριτήρια από ενιαίο ψηφοδέλτιο, σε μια κατ’ όνομα καθολική ψηφοφορία που παραδοσιακά υπήρξε πρωτοφανώς άμαζη, όποτε πραγματοποιήθηκε από το 2007 κι έπειτα. Μάλιστα, σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες, επίσης αντιδραστικούς νόμους, δεν προβλέπεται καν η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές για μονοπρόσωπα όργανα (Πρύτανης, Κοσμήτορας, Πρόεδρος), αλλά μόνο για τα πολυπρόσωπα (Σύγκλητος, Κοσμητεία, Τμήμα).

Ανύπαρκτες οι «προοδευτικές αλλαγές» – τι ισχύει για το πανεπιστημιακό άσυλο

 
Αναλύθηκε ήδη σε κάποιο βαθμό ο επίπλαστος χαρακτήρας των υποτιθέμενων «φιλολαϊκών», «προοδευτικών» και «δημοκρατικών» πτυχών του νέου νόμου. Οι οικονομικά ασθενέστεροι μεταπτυχιακοί φοιτητές προστατεύονται από τα δίδακτρα, αλλά τα ίδια τα δίδακτρα νομιμοποιούνται – ανοίγοντας το δρόμο για τη γενίκευσή τους και την κατάργηση των όποιων εξαιρέσεων. Επιβάλλεται περισσότερη «διαφάνεια» ως άλλοθι για την περαιτέρω νομιμοποίηση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων. Η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές για τα όργανα διοίκησης επανέρχεται, αλλά μόνο διακοσμητικά και σε ευθεία αντίθεση με τις δημοκρατικές διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος.

Έτσι, απομένουν στην κυβέρνηση μόνο η διάταξη για την κατάργηση της «διαγωγής» των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση – τη στιγμή που τα σχολεία υπολειτουργούν και προωθείται ο νέος αντιδραστικός νόμος για τη δευτεροβάθμια – και η τυπική εξίσωση των ΑΕΙ και των ΤΕΙ και των διδασκόντων σε αυτά – τη στιγμή που από κοινού ΑΕΙ και ΤΕΙ τείνουν να μετατραπούν σε κέντρα μαθητείας.

Πολύ «φασαρία» έκανε η κυβέρνηση και για την επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου. Πράγματι, συγκρινόμενος με τις αντίστοιχες διατάξεις των περισσότερων αντιδραστικών νόμων που επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν τα προηγούμενα χρόνια, ο νόμος Γαβρόγλου έχει μια σαφή αναφορά στο άσυλο. Αν όμως ο νέος νόμος συγκριθεί με τον νόμο του 1982, προκύπτει ότι απέχει από τα προαναφερθέντα αντιδραστικά νομοθετήματα πολύ λιγότερο απ’ όσο απέχει από εκείνον. Συγκεκριμένα, ο νέος νόμος μιλά όχι για το πανεπιστημιακό άσυλο, αλλά για το «ακαδημαϊκό άσυλο», δηλαδή χρησιμοποιεί την ορολογία του νόμου Γιαννάκου του 2007, του πρώτου νόμου που επιχείρησε να περιορίσει και σ’ ένα βαθμό να καταργήσει το άσυλο.

Περνώντας στην ουσία του ζητήματος, ο νέος νόμος εκτός από τους συνήθεις σκοπούς του ασύλου (ελεύθερη διακίνηση ιδεών, ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα), αναφέρει και την «προστασία του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει». Έτσι, το άσυλο του νόμου Γαβρόγλου μπορεί να «καταλύεται» από μια φοιτητική κατάληψη ή μια απεργία των εργαζόμενων στα πανεπιστήμια. Επιπλέον, για να επιτραπεί η επέμβαση της αστυνομίας σε χώρο ασύλου αρκεί απλή απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου, που αποτελείται από τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις και μόλις έναν εκπρόσωπο των φοιτητών κι έναν των διοικητικών υπαλλήλων, σε αντίθεση με το νόμο του 1982 που απαιτούσε ομόφωνη απόφαση τριμελούς οργάνου που αποτελούταν από τον Πρύτανη, έναν εκπρόσωπο των καθηγητών κι έναν των φοιτητών.

Τέλος, ο νόμος του 1982 προέβλεπε εξάμηνη φυλάκιση για τους παραβάτες της απαγόρευσης επέμβασης της αστυνομίας στο άσυλο και ταυτόχρονα, κατοχύρωνε την ελεύθερη έκφραση εργαζομένων και φοιτητών συλλογικά μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα, τη λειτουργία των οποίων όφειλε να διευκολύνει η διοίκηση του πανεπιστημίου. Τίποτα από αυτά δεν προβλέπεται στο νόμο Γαβρόγλου, γεγονός που αποδεικνύει πως η πολυθρύλητη «επαναφορά του ασύλου» αποτελεί επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης, τη στιγμή που επί της ουσίας έχει μόνο διακοσμητικό ρόλο μέσα σ’ έναν, κατά τ’ άλλα, αντιδραστικό νόμο.

Η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας αποδεχθεί τον – προσοδοφόρο για τα στελέχη της – ρόλο του διαχειριστή του σάπιου ελληνικού καπιταλισμού, συνεχίζει με το νέο νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση  να υλοποιεί με ζήλο το έργο της διάλυσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων και των νέων. Το ιστορικά χρεοκοπημένο καπιταλιστικό σύστημα, όποια κυβέρνηση κι αν το διαχειριστεί, δεν έχει να προσφέρει τίποτα διαφορετικό στην κοινωνική πλειοψηφία. Μόνο στη βάση του επαναστατικού, σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μπορεί να κατακτηθεί ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, να εξαλειφθεί η ανεργία και να υπάρξει προσβάσιμη για όλους εκπαίδευση που υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες.

Πάτροκλος Ψάλτης