Ισπανία: Η μοιραία δοκιμασία για τον αναρχισμό

Η Ισπανία ήταν μια χώρα όπου ο αναρχισμός είχε πολύ σημαντικές παραδόσεις και διέθετε σημαντικότατες οργανωμένες δυνάμεις και ρίζες μέσα στο εργατικό κίνημα - ιδιαίτερα της Καταλονίας - και στην αγροτιά, από τα τέλη του 1800 μέχρι το 1939. Τη δεκαετία του ’30, ενώ το ΚΚ ήταν εξαιρετικά αδύναμο, η αναρχική συνδικαλιστική συνομοσπονδία CNT και η πολιτική οργάνωση FAI ανταγωνίζονταν σε δύναμη την κυριαρχούμενη από τους σοσιαλιστές συνδικαλιστική ένωση UGT και το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντίστοιχα, ενώ ήταν συντριπτικά κυρίαρχες στο βιομηχανικό κέντρο της Καταλονίας και την αγροτική Αραγονία. Η CNT δήλωνε 600.000 μέλη τον Ιούνη του 1931, από τα οποία τα 250.000 ήταν συγκεντρωμένα στην Καταλονία. Ο Τρότσκι έγραφε πως «στις γραμμές αυτής της οργάνωσης ήταν συγκεντρωμένη η αφρόκρεμα του Ισπανικού προλεταριάτου». Τον δε Απρίλη του 1937, η CΝΤ δήλωνε πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη στην Καταλονία.

Παρά τεράστια αυτή δύναμη, και παρά τον δεδομένο ηρωισμό τους, οι Ισπανοί αναρχικοί όχι μόνο δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν νικηφόρα την ισπανική επανάσταση, αλλά η ηγεσία τους μοιράστηκε μαζί με την ηγεσία του ΚΚ και του ΣΚ την ευθύνη για την προδοσία των εργατών και την ήττα τους από τους φασίστες του Φράνκο. Ο λόγος ήταν η αδιέξοδη πολιτική τους, που στηριζόταν σε μια αδιέξοδη θεωρητική βάση.

Τα αποτελέσματα του σεχταρισμού


Στις απαρχές της επανάστασης υπήρχε εχθρότητα ανάμεσα στους Αναρχικούς και τους σοσιαλιστές του ΣΚ και της UGT. Φυσικά, η κύρια ευθύνη βρισκόταν στην προδοτική στάση των ρεφορμιστών σοσιαλιστών σε πολλές περιπτώσεις. Ωστόσο, η αδυναμία των αναρχικών να αντιληφθούν την αναγκαιότητα της ταξικής ενότητας ανάμεσα στους εργάτες, μιας πολιτικής δηλαδή ενιαίου μετώπου, τους οδήγησε σε έναν ακραίο σεχταρισμό, απέναντι στους σοσιαλιστές εργάτες. Έτσι, όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα κάλεσε σε γενική απεργία το 1934 ενάντια στην κυβερνητική συμμαχία δεξιών και ακροδεξιών και εμφανίστηκαν μαχητικά κινήματα στην Αστούρια και στην Καταλονία, η CNT έμεινε με σταυρωμένα χέρια, υποστηρίζοντας πως αυτή ήταν μια «μάχη μεταξύ πολιτικών» που δεν αφορούσε τους εργάτες.

Στην Αστούρια, οι αναρχικοί αγωνιστές συμμετείχαν στην απεργία κάτω από την πίεση των μαζών και εξαιτίας της παράδοσης ενότητας στην περιοχή. Ωστόσο, εξαιτίας της λογικής της αποχής, οι αναρχικοί άλλων περιοχών δεν απέργησαν, λειτουργώντας ακόμα και τα τραίνα που μετέφεραν τα στρατεύματα που κατέστειλαν την εξέγερση της Αστούριας, σκοτώνοντας χιλιάδες εργάτες. Η αιματηρή ήττα της κομμούνας της Αστούριας, οδήγησε στην υποχώρηση του κινήματος και την κυριαρχία της αντίδρασης για δύο χρόνια (τη «μαύρη διετία»), κατά την οποία η καταστολή απέναντι στους εργάτες κορυφώθηκε και οι αναρχικοί αγωνιστές πλήρωσαν ένα βαρύ τίμημα.

Στις εκλογές του ’36, σχηματίστηκε ένα Λαϊκό Μέτωπο (ΛΜ) μεταξύ ΚΚ, ΣΚ και φιλελεύθερων αστών, που διεκδίκησε την κυβέρνηση. Η διάθεση των πλατιών μαζών ήταν να χρησιμοποιήσουν την ψήφο τους για να καταψηφίσουν τους φασίστες που διεκδικούσαν την κυβέρνηση και στα αριστερά του ΛΜ δεν υπήρχε εκλογική εναλλακτική επιλογή. Οι αναρχικοί, αν έμεναν έξω από το Λαϊκό Μέτωπο, είχαν την μεγάλη ευκαιρία να κατέβουν στις εκλογές με ένα ανεξάρτητο επαναστατικό πρόγραμμα, ώστε να στρέψουν αυτή την αντιφασιστική διάθεση στη σωστή κατεύθυνση. Όμως, ακολουθώντας τις παραδόσεις τους, αρχικά αποφάσισαν να μη συμμετέχουν στις εκλογές. Αλλά την τελευταία στιγμή, νοιώθοντας την πίεση από τα ίδια τους τα μέλη, αναγκάστηκαν να ψηφίσουν υπέρ του Λαϊκού Μετώπου. Ο ακραίος σεχταρισμός μετατράπηκε σε ακραίο οπορτουνισμό, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία.

Το αδιέξοδο της αναρχικής θεωρίας για το κράτος

Όταν οι φασίστες στις 17 Ιουλίου του ’36 οργανώνουν ένοπλο κίνημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Λ.Μ., οι εργάτες με το όπλο στο χέρι στις μεγαλύτερες πόλεις τσακίζουν το ένοπλo κίνημα και εγκαθιδρύουν πολιτοφυλακές για την άμυνα κατά των φασιστών. Στην Βαρκελώνη οι πολιτοφυλακές ελέγχονται κυρίως από του αναρχικούς. Ουσιαστικά η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εργατών για τους επόμενους μήνες, αφού χωρίς τις πολιτοφυλακές η κυβέρνηση δεν έχει κανένα στήριγμα και χωρίς την άδεια των συνδικάτων δεν λειτουργεί τίποτα. Ωστόσο η εξουσία αυτή δεν οργανώνεται σε έναν κεντρικό φορέα και συνεπώς η κεντρική εξουσία παραμένει στα χέρια της αστικής κυβέρνησης, που την χρησιμοποιεί για να υπονομεύσει την εξουσία των εργατών.

Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η εκλογή από τις επιτροπές πολιτοφυλακών και τις επιτροπές εργατικού ελέγχου που σχηματίζονται αυθόρμητα, ενός κεντρικού συμβουλίου που θα έπαιρνε τον έλεγχο της διοίκησης των πολιτοφυλακών και της παραγωγής και το εργατικό κράτος θα ήταν πραγματικότητα. Ωστόσο καμιά από τις ηγεσίες των εργατικών οργανώσεων δεν ρίχνει αυτό το σύνθημα. Οι σταλινικοί και οι σοσιαλιστές γιατί δεν θέλουν να σπάσουν τη συμμαχία με τους αστούς και θεωρούν ότι δεν είναι η ώρα για την προλεταριακή επανάσταση, αλλά για την εγκαθίδρυση της αστικής δημοκρατίας και οι αναρχικοί επειδή βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην αδιέξοδη θεωρία τους που ήταν αντίθετη σε κάθε εξουσία, χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Οι αναρχικοί ηγέτες παραδέχονται αρκετές φορές ότι αν ήθελαν θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία, αλλά η ιδεολογία τους ήταν αντίθετη σε κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αρνούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη της εξουσίας, την παραδίδουν στους αστούς και ουσιαστικά προσχωρούν στην λογική του Λ.Μ. και της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας.

Ωστόσο, η λογική του λαϊκού μετώπου δεν σταμάτησε εδώ. Οι αναρχικοί, αυτοί οι ορκισμένοι αντίπαλοι του κράτους, μπήκαν στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, παίρνοντας Υπουργεία μεταξύ των οποίων και το Υπουργείο Δικαιοσύνης! Η κυβέρνηση αυτή δεν ήταν εργατική, αντίθετα ήταν μια αστική κυβέρνηση που είχε στόχο το τσάκισμα της σοσιαλιστικής επανάστασης που οι εργάτες αναζητούσαν ενστικτωδώς, και τη διατήρηση του αστικού κράτους. Η κυβέρνηση συστηματικά και με την ανοχή των αναρχικών ηγετών, στερεί την εξουσία από τις πολιτοφυλακές και ανασυγκροτεί τις δομές του αστικού κράτους (στρατό και αστυνομία) που θα χρησιμοποιήσει τελικά για να τσακίσει τις πολιτοφυλακές και την εξουσία των εργαζόμενων.

Τα αδιέξοδα του κολεκτιβισμού

Όπως ακριβώς, χωρίς την συγκρότηση των δομών ενός εργατικού κράτους, η κοινωνία διοικείται αναγκαία από το αστικό κράτος, έτσι και χωρίς τις δομές δημοκρατικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, η οικονομία μπορεί να ρυθμιστεί μόνο από τους νόμους της αγοράς. Η άρνηση των αναρχικών να σχεδιάσουν την οικονομία που ελεγχόταν στην βάση της από τους εργαζόμενους, οδήγησε στον οικονομικό ανταγωνισμό και την έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στις βιομηχανίες που λειτουργούσαν υπό εργατικό έλεγχο, σε ελλείψεις και αντιθέσεις ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο. Αυτό βοηθάει την κυβέρνηση του Λ.Μ. να δυσφημίσει τις εργατικές και αγροτικές κολεκτίβες και τον εργατικό έλεγχο και να διεκδικήσει τον έλεγχο της παραγωγής προκειμένου να την παραδώσει πίσω στους αστούς. Τα αδιέξοδα της αναρχικής θεωρίας σε σχέση με το κράτος και τον έλεγχο της οικονομίας, λειτουργούν συνδυαστικά για να υποσκάψουν την επανάσταση και να στερήσουν από τους εργάτες αυτό που είχαν κατακτήσει με τον αγώνα τους.

Το ζήτημα του Μαρόκου


Η αδυναμία της αναρχικής θεωρίας γίνεται εμφανής σε ένα ακόμα ζήτημα, το ζήτημα των αποικιών. Την δεκαετία του ’30 το Μαρόκο είναι ισπανική αποικία και οι φασίστες το χρησιμοποιούν ως στρατηγική βάση. Η ένοπλη αντεπανάσταση ξεκινάει από το Μαρόκο και ο στρατός των φασιστών αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από Μαροκινούς. Το μόνο που θα μπορούσε να στερήσει τους φασίστες από αυτό το σημαντικό πλεονέκτημα, ήταν η διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Μαρόκου από την δημοκρατική κυβέρνηση. Η υπόσχεση της απελευθέρωσης θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων, υποδαυλίζοντας την επανάσταση στο Μαρόκο και την συστράτευση των Μαροκινών αγροτικών μαζών με την αντιφασιστική επανάσταση. Ωστόσο, το ΣΚ και το ΚΚ, όταν προσχωρούν στο Λ.Μ. ξεχνούν την παραδοσιακή θέση τους για την αυτοδιάθεση του Μαρόκου, για χάρη των αστών συμμάχων τους, που φυσικά ούτε θέλουν να ακούσουν κάτι τέτοιο.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους αναρχικούς ηγέτες,  οι οποίοι δεν λένε τίποτα επί του θέματος. Βεβαίως οι αναρχικοί δεν είχαν ποτέ μια τέτοια θέση. Η έχθρα τους απέναντι σε κάθε εθνικό κράτος, είναι έχθρα απέναντι και σε ένα εθνικό κράτος στο Μαρόκο και τις αποικίες. Έτσι αδυνατούν να καταλάβουν το ρόλο που παίζει το συγκεκριμένο δημοκρατικό σύνθημα της εθνικής ανεξαρτησίας στις αποικιακές χώρες. Η αφηρημένη και τελικά τοπικιστική θεώρησή τους για την επανάσταση τους τυφλώνει στο συγκεκριμένο ζήτημα και τελικά βοηθάει στην προσχώρηση τους στην προδοτική συμμαχία με τους αστούς. Έτσι οι Μαροκινές μάζες μένουν αδιάφορες απέναντι στην ισπανική επανάσταση και το ισπανικό προλεταριάτο στερείται έναν πολύτιμο σύμμαχο, με την ευθύνη και των αναρχικών.

Η προδοσία  κατά την τελική αναμέτρηση

Η τελική αναμέτρηση ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία, διεξήχθη το Μάη του 1937 στη Βαρκελώνη. Οι Σταλινικοί, που έλεγχαν την κυβέρνηση της Καταλονίας, την Χενεραλιδάδ, προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο του κέντρου τηλεπικοινωνιών της Βαρκελώνης από τα χέρια των αναρχικών, που το είχαν καταλάβει από τις πρώτες κιόλας μέρες της επανάστασης. Αυτή ήταν η πρώτη κίνηση στην προσπάθεια να συντριβεί ο εργατικός έλεγχος και η δύναμη των συνδικάτων και των πολιτοφυλακών, μαζί με αυτά και το ίδιο το αναρχικό κίνημα.

Οι εργάτες αντιδρώντας έστησαν οδοφράγματα και ουσιαστικά πήραν στα χέρια τους τον έλεγχο της κατάστασης όταν τα κυβερνητικά στρατεύματα αρνήθηκαν να κινηθούν εναντίον τους. Και πάλι οι αναρχικοί ηγέτες, μη έχοντας πρόταση εξουσίας, έκαναν έκκληση για «αυτοσυγκράτηση».

Αν η CNT και η FAI είχαν καλέσει σε κινητοποίηση τις δυνάμεις που έλεγχαν θα είχαν τσακίσει την ένοπλη αντεπανάσταση μέσα σε λίγες ώρες. Αντίθετα, οι αναρχικοί παρέμειναν στην κυβέρνηση της Καταλονίας, που έστελνε στρατεύματα ενάντια στους εργάτες. Αυτή η στάση εξυπηρέτησε μονάχα στον αφοπλισμό των εργατών που βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια ένοπλη αντεπανάσταση. Το κίνημα είχε προδοθεί. Οι εργάτες στα οδοφράγματα έσκιζαν με αηδία τα φύλλα της αναρχικής εφημερίδας, Σολινταριδάδ Ομπρέρα.

Στην πορεία των γεγονότων, τα πιο μαχητικά στρώματα των αναρχικών, η αναρχική νεολαία και η οργάνωση «Φίλοι του Ντουρρούτι» (στη μνήμη του αναρχικού ηγέτη Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι που είχε σκοτωθεί στην υπεράσπιση της Μαδρίτης) πέρασαν στις ιδέες του Μαρξισμού. Συμφώνησαν με το σύνθημα που έριξε η μικρή Τροτσκιστική οργάνωση «Μπολσεβίκοι-Λενινιστές» για κατάληψη της εξουσίας από τις ένοπλες επιτροπές άμυνας των εργατών, αλλά οι δυνάμεις τους ήταν μικρές για να αντισταθμίσουν το βάρος των σταλινικών, των σοσιαλιστών και των αναρχικών ηγετών. Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα της επανάστασης και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Φράνκο για 40 ολόκληρα χρόνια.

Σήμερα οι ιδέες του αναρχισμού βρίσκουν απήχηση σε σημαντικά τμήματα των νέων, στους οποίους προκαλεί αποστροφή ο πρωτοφανής ρεφορμιστικός εκφυλισμός των ηγετών των μαζικών εργατικών οργανώσεων. Η ιστορία όμως απέδειξε ότι η μόνη εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο και την προδοσία που συνεπάγεται ο ρεφορμισμός, δεν είναι οι επίσης αδιέξοδες τελικά αναρχικές ιδέες, αλλά οι ιδέες του γνήσιου, επαναστατικού μαρξισμού.

Παναγιώτης Κολοβός